Δεν είναι λίγα τα κρούσματα ενδοσχολικής βίας, bullying, ή επιθετικής συμπεριφοράς στα σχολεία. Πρόκειται για μερικές από τις παθογένειες των καιρών μας, οι οποίες αντιμετωπίζονται κυρίως στις μεγαλύτερες σχολικές ηλικίες αλλά ξεκινούν από νωρίς, από συμπεριφορές που βιώνει κανείς μέσα στην οικογένεια, στο σχολείο ή και στον δρόμο.

Οι καλοί τρόποι στο σχολείο δεν είναι ένα μάθημα από το… παρελθόν. Δεν είναι μια συζήτηση που δεν αφορά το σύγχρονο παιδί και το σχολικό περιβάλλον όπως έχει διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια.

Οι καλοί τρόποι είναι διαχρονικό θέμα που με βάση τα όσα συμβαίνουν στα σχολεία τα τελευταία χρόνια, είναι και πιο επίκαιρο από ποτέ.

Η εκπαίδευση όπως γίνεται σήμερα δεν προβλέπει μάθημα για «συμπεριφορές». Η καλή συμπεριφορά θα θεωρούσε κανείς ότι είναι γνωστή αλλά και αυτονόητη. Τα όρια όμως του τι είναι αποδεκτό και τι όχι δεν φαίνεται να είναι πάντοτε καθαρά και ενδεχομένως διαφέρουν ανάλογα με τις προσωπικές αντιλήψεις και εμπειρίες που έχει κανείς.

Επιθετικό περιβάλλον

Εάν ένα παιδί ζει σε ένα επιθετικό περιβάλλον όπου βιώνει αντιδικίες ή τσακωμούς, οι πιο επιθετικές συμπεριφορές δεν θα το ξενίσουν. Όπως επίσης ένα παιδί μπορεί να θεωρήσει φυσιολογική την προσπάθειά του να επιβληθεί στο περιβάλλον του με τη βία ή μπορεί και να αδιαφορήσει για το αν θα στενοχωρήσει ένα συμμαθητή του που διαφέρει από εκείνον ως προς την εθνικότητα, τη θρησκεία, την εμφάνιση, κοκ.

Στο πλαίσιο αυτό εκδόθηκε το δεύτερο βιβλίο της σειράς Savoir Vivre για παιδιά των εκδόσεων Ι. Σιδέρη (το πρώτο βιβλίο είχε τίτλο «Savoir Vivre για παιδιά. Καλοί τρόποι στο τραπέζι»).

 

 

Συγγραφέας του η Ελένη Σταματούδη.

 

Το νέο βιβλίο που μόλις κυκλοφόρησε φέρει με τίτλο «Savoir Vivre για παιδιά. Καλοί τρόποι στο σχολείο» (εικονογράφηση Μάρω Αλεξάνδρου) και απευθύνεται σε ηλικίες παιδιών 4 έως 10 ετών.

Το βιβλίο αγγίζει όλα αυτά τα ευαίσθητα θέματα συμπεριφοράς που σχετίζονται με την καθημερινότητα του σχολείου και αφορούν παιδιά, γονείς και εκπαιδευτικούς. Το μπούλινγκ, οι φυλετικές διακρίσεις, η αντίδραση στη διαφορετικότητα, η καθημερινή υγιεινή, η έλλειψη συνεργασίας, η απάθεια στις συμβουλές των δασκάλων, κ.ο.κ.

Αν και το βιβλίο αναφέρεται πρωτίστως σε παιδιά είναι κατά τέτοιο τρόπο σχεδιασμένο ώστε να είναι κατάλληλο και για γονείς, και εκπαιδευτικούς, παρέχοντας συμβουλές και οδηγίες. Έχει δημιουργηθεί ώστε να μπορεί να το διαβάσει ένα παιδί μόνο του αλλά να ‘δουλεύεται’ σε συνεργασία με τον γονιό αλλά και σε συνεργασία με τον εκπαιδευτικό στην τάξη. Καλύπτει ένα κενό της εκπαίδευσης και ανταποκρίνεται σε μία φλέγουσα ανάγκη της εποχής.

 

Είναι ένα πόνημα αριστοτεχνικά σχεδιασμένο (τόσο από άποψη περιεχομένου όσο και από άποψη αισθητικής). Δεν θυμίζει σε τίποτα ελιτίστικο ανάγνωσμα ή διδακτικό εγχειρίδιο. Αντιμετωπίζει το ζήτημα με απλότητα, αμεσότητα, κατανοητά και κυρίως με χιούμορ. Σκύβει πάνω από το παιδί όπως αυτό αντιλαμβάνεται την καθημερινότητα, κατανοεί τις αυθόρμητες αντιδράσεις του, και τις αντιμετωπίζει με ευαισθησία. Είναι ακριβώς το χαρακτηριστικό αυτό που το καθιστά μοναδικό και πολύτιμο εργαλείο στα χέρια της σχολικής κοινότητας οποιονδήποτε ρόλο και αν έχει κανείς.