Το φύλο του κυοφορούμενου εμβρύου ελέγχει τα επίπεδα των μεταβολιτών στο μητρικό αίμα, γεγονός που εξηγεί γιατί οι κίνδυνοι εμφάνισης ορισμένων παθήσεων κατά την κύηση ποικίλουν ανάλογα με το αν η μέλλουσα μητέρα κυοφορεί αγόρι ή κορίτσι.

Σύμφωνα με μελέτη του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό έντυπο JCI Insight, η διαπίστωση αυτή εξηγεί για παράδειγμα γιατί τα άρρενα έμβρυα είναι πιο ευάλωτα στην πτωχή ανάπτυξη και γιατί οι γυναίκες που κυοφορούν κορίτσι έχουν αυξημένο κίνδυνο σοβαρής προ-εκλαμψίας.

Οι ερευνητές του Τμήματος Μαιευτικής-Γυναικολογίας του βρετανικού πανεπιστημίου έκαναν αναλυτικές επιστημονικές έρευνες σε πάνω από 4.000 γυναίκες που γίνονταν μητέρες για πρώτη φορά, αναλύοντας δείγματα ομφαλο-πλακουντιακού αίματος τους.

Παρατήρησαν ότι το γενετικό προφίλ του πλακούντα των αγοριών και κοριτσιών ήταν πολύ διαφορετικά. Πολλά από τα γονίδια που ήταν διαφορετικά βάσει του φύλου του εμβρύου στον πλακούντα δεν είχαν παρατηρηθεί μέχρι πρότινος να διαφέρουν βάσει φύλου σε άλλους ιστούς του σώματος.

Οι επιστήμονες βρήκαν επίσης ότι ένα από γονίδια αυτά έλεγχε το επίπεδο της σπερμίνης, ένας μεταβολίτης που παίζει καθοριστικό ρόλο σε όλα τα κύτταρα και είναι σημαντικός και για την ανάπτυξη ορισμένων βακτηρίων.

Οι θηλυκοί πλακούντες είχαν πολύ υψηλότερα επίπεδα του ενζύμου που παράγει τη σπερμίνη και οι έγκυες με κορίτσι είχαν υψηλότερα επίπεδα μιας μορφής της σπερμίνης στο αίμα, συγκριτικές με τις γυναίκες που κυοφορούσαν αγόρι.

Τα κύτταρα του πλακούντα από αγόρια ήταν πιο επιρρεπή στις τοξικές επιπτώσεις μιας φαρμακευτικής ουσίας που εμποδίζει την παραγωγή της σπερμίνης, γεγονός που αποτελεί άμεση απόδειξη των σχετιζόμενων με το φύλο διαφορών στον πλακουντιακό μεταβολισμό της σπερμίνης.

Ακόμα οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι μια μορφή της σπερμίνης που ήταν υψηλότερη στις μητέρες που κυοφορούσαν κορίτσι λειτουργούσε ως προγνωστικός δείκτης του κινδύνου εκδήλωσης επιπλοκών της κύησης. Τα υψηλά επίπεδα σχετίστηκαν με αυξημένο κίνδυνο προ-εκλαμψίας (δηλαδή υπέρταση και νεφρική νόσο), ενώ τα χαμηλά επίπεδα με αυξημένο κίνδυνο πτωχής εμβρυικής ανάπτυξης.

«Η παρούσα μελέτη αποδεικνύει ότι ο πλακούντας διαφέρει σημαντικά βάσει του φύλου. Οι διαφορές αυτές αλλάζουν τη σύσταση του μητρικού αίματος και μπορεί να τροποποιούν τον κίνδυνο εκδήλωσης επιπλοκών. Η καλύτερη κατανόηση αυτών των διαφορών μπορεί να συντελέσει στην ανάπτυξη νέων προγνωστικών τεστ και ίσως και σε καλύτερες προσεγγίσεις για τη μείωση του κακού αποτελέσματος της κύησης», σχολιάζει ο καθηγητή Γκόρντον Σμιθ από το Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ και επικεφαλής της έρευνας. της Μαίρης Μπιμπή