Ζούμε στην εποχή της εικόνας. Το ψηλό ανάστημα είναι συνυφασμένο με την επιτυχία και την κοινωνική υπεροχή, ενώ συχνά ταυτίζεται με τη δύναμη και τη σωματική ευρωστία.  Ο ανταγωνισμός είναι συνηθισμένο φαινόμενο ανάμεσα στα παιδιά και τους εφήβους, ενώ η περιθωριοποίηση τους από τους συνομήλικους μπορεί να πλήξει σοβαρά την ψυχική τους υγεία.

Δεν είναι επομένως λίγοι οι γονείς που θορυβημένοι απευθύνονται στον παιδίατρο ρωτώντας: «Πόσο ψηλό θα γίνει το παιδί μας;», «Γιατρέ το παιδί μου φοβάμαι ότι δεν ψηλώνει, θα μείνει κοντό;», «Γιατί το παιδί μου είναι πιο κοντό από τους συμμαθητές του;» ή «Πώς μπορώ να βοηθήσω το παιδί μου να ψηλώσει;».

«Αυτές είναι μόνο κάποιες από τις ερωτήσεις που όλο και πιο συχνά απευθύνουν οι γονείς στον παιδίατρο. Και ο παιδίατρος καλείται να ξεχωρίσει αν το παιδί είναι «φυσιολογικά» και αναμενόμενα κοντό ή εάν υποκρύπτεται κάποια παθολογία την οποία και πρέπει να διερευνήσει και να αντιμετωπίσει. Κύρια εφόδια στην διαπίστωση και κατ’ επέκταση διερεύνηση του χαμηλού αναστήματος είναι η λήψη λεπτομερούς ιστορικού, ατομικού και οικογενειακού, η κλινική εξέταση και η συμπλήρωση των διαγραμμάτων αύξησης τα οποία αφορούν τόσο στο ύψος όσο και στο βάρος, στην περίμετρο κεφαλής κ.τ.λ.», μας εξηγεί η Καλλιόπη Κουλουφάκου-Γρατσία, ΜD, MSc, Παιδίατρος.

Και τονίζει ότι γι’ αυτό το σκοπό αναγκαία είναι η συστηματική καταγραφή των σωματομετρικών στοιχείων του παιδιού από τον παιδίατρο προκειμένου να αναγνωριστούν έγκαιρα οι περιπτώσεις στις οποίες μπορούμε να επέμβουμε.

Το ύψος είναι πολυπαραγοντικό, είναι η συνισταμένη πληθώρας παραγόντων και η αύξηση του είναι μια συνεχής αλλά όχι γραμμική διαδικασία.

Παράγοντες που επηρεάζουν το ύψος είναι:

  • Το ύψος που μέλει να αποκτήσει ένα παιδί με βάση το «ύψος-στόχο» του, δηλαδή το προβλεπόμενο ύψος με βάση το ύψος των γονέων.
  • Tο ύψος που τείνει να έχει το παιδί ιδιοσυστασιακά.
  • Η ενδομήτρια ζωή.
  • H ύπαρξη χρωμοσωμικών ανωμαλιών.
  • Η παρουσία χρόνιων νοσημάτων.
  • Ενδοκρινοπάθειες.
  • Η λήψη φαρμάκων.
  • Άλλοι παράγοντες είναι περιβαλλοντικοί, όπως η διατροφή, η άσκηση, ο ύπνος και το ισορροπημένο οικογενειακό περιβάλλον.

«Ευτυχώς, ο συνηθέστερος λόγος χαμηλού αναστήματος είναι μη παθολογικός, είναι το λεγόμενο ιδιοπαθές χαμηλό ανάστημα και περιλαμβάνει το οικογενές  χαμηλό ανάστημα και την ιδιοσυστασιακή καθυστέρηση της ανάπτυξης και της εφηβείας», σύμφωνα με την κ. Κουλουφάκου-Γρατσία.

Οικογενές χαμηλό ανάστημα

Πρόκειται για παιδιά των οποίων οι γονείς ή και οι στενοί συγγενείς έχουν χαμηλό ανάστημα. Στα παιδιά αυτά ο ρυθμός αύξησης είναι στα κατώτερα φυσιολογικά όρια και μπαίνουν στην εφηβεία κανονικά.  Το τελικό τους ανάστημα είναι χαμηλό αλλά σύμφωνο με το ύψος-στόχο τους.

Ιδιοσυστασιακή καθυστέρηση της ανάπτυξης και της εφηβείας

Πρόκειται για παιδιά που παρουσιάζουν επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης.  Επειδή συχνά αργούν να μπουν στην εφηβεία, η αύξηση τους διαρκεί περισσότερο από τα υπόλοιπα παιδιά με αποτέλεσμα να έχουν τελικά φυσιολογικό ύψος ως ενήλικες.

Ωστόσο οποιοδήποτε σοβαρό, χρόνιο πρόβλημα υγείας αντιμετωπίζει ένα παιδί μπορεί να έχει αντίκτυπο στο τελικό του ανάστημα.

«Όπως προαναφέραμε το ύψος είναι πολυπαραγοντικό που σημαίνει ότι υπάρχουν καθημερινές συνήθεις πρακτικές οι οποίες μπορούν να δράσουν συνεργικά με τη φύση και να αξιοποιήσουν το υπόβαθρο που δίνει ο γονέας με το ύψος του ώστε να έχουμε το βέλτιστο πιθανό αποτέλεσμα για το συγκεκριμένο παιδί. Έτσι, μια σωστή, ισορροπημένη και χωρίς υπερβολές διατροφή πλούσια σε θρεπτικά συστατικά και βιταμίνες, όπως σε ασβέστιο, βιταμίνη D, και πρωτεΐνες υψηλής βιοδιαθεσιμότητας είναι απαραίτητη για την ανάπτυξη των οστών των παιδικών αναπτυσσόμενων οργανισμών», σημειώνει η παιδίατρος.

Η φυσική δραστηριότητα επηρεάζει την ομαλή σκελετική επιμήκυνση και ωρίμανση ενώ ο ποσοτικά και ποιοτικά επαρκής ύπνος είναι απαραίτητος για την έκκριση της γνωστής σε όλους μας αυξητικής ορμόνης.

Η αυξητική ορμόνη – όπως λέει και το όνομά της είναι μια ουσία που εκκρίνεται από τον εγκέφαλο και στην οποία οφείλεται η σωματική αύξηση. Δεν εκκρίνεται με τον ίδιο ρυθμό όλο το 24ωρο, αλλά κατά ώσεις (κύματα) και κυρίως εκκρίνεται στον νυχτερινό ύπνο.

Αυτός είναι και ένας από τους λόγους που οι γιατροί παροτρύνουν τους γονείς να κοιμίζουν νωρίς τα παιδιά τους.

«Όπως προαναφέραμε, με τη συστηματική παρακολούθηση και καταγραφή της ανάπτυξης ενός παιδιού από τον παιδίατρό του αναγνωρίζονται τα παιδιά που χρήζουν περαιτέρω διερεύνησης. Λαμβάνεται ο απαιτούμενος εργαστηριακός έλεγχος, ο οποίος αποτελείται αρχικά από αιματολογικές εξετάσεις, ακτινογραφία άκρας χειρός για υπολογισμό της οστικής ηλικίας και επί ενδείξεων λαμβάνεται εκτεταμένος ορμονολογικός έλεγχος  και εξειδικευμένα αιματολογικά τεστ, μαγνητική τομογραφία υποθαλάμου-υπόφυσης, προκειμένου να ανιχνευτούν τα παιδιά που πληρούν τις προυποθέσεις έναρξης θεραπείας με αυξητική ορμόνη. Στη συνέχεια γίνεται αίτηση έγκρισής της και εφόσον εγκριθεί το αίτημα από την αρμόδια επιτροπή, ξεκινάει η χορήγησή της αυξητικής ορμόνης. Κατά τη διάρκεια χορήγησής της το παιδί υποβάλλεται σε τακτικούς αιματολογικούς ελέγχους και συνεχή παρακολούθηση της ανάπτυξης του, προκειμένου να τεκμηριωθεί ότι η χορήγηση της αυξητικής ορμόνης έχει το επιθυμητό αποτέλεσμα για το συγκεκριμένο παιδί, ελέγχεται η δόση της και οι πιθανές παρενέργειες της. Επίσης δεν πρέπει να ξεχνάμε πως πρόκειται για καθημερινή ένεση, γεγονός που αποτελεί ψυχική επιβάρυνση για το παιδί και τους οικείους του», εξηγεί η κ. Κουλουφάκου-Γρατσία.

Η αυξητική ορμόνη είναι ένα φάρμακο και σαν τέτοιο πρέπει να την αντιμετωπίσουμε. Ωφέλιμο και αποτελεσματικό στην περίπτωση πραγματικής ανάγκης της, με μηδενικό όφελος έως και επικίνδυνο στην περίπτωση που χρησιμοποιείται άκριτα. Ως εδώ αντιλαμβανόμαστε πως η λήψη αυξητικής ορμόνης δεν είναι απλή υπόθεση. Είναι ιδιαίτερα δαπανηρή, εξατομικευμένη και μακροχρόνια προκειμένου να επιτύχουμε το βέλτιστο αποτέλεσμα.

Υπάρχουν συγκεκριμένες, αυστηρά καθοριζόμενες περιπτώσεις στις οποίες έχει ένδειξη η χορήγηση της αυξητικής ορμόνης, προκειμένου να βελτιωθεί ο ρυθμός αύξησης του παιδιού και να πετύχουμε καλύτερο τελικό ανάστημα.

Αυτές είναι:

  • Η ανεπάρκεια αυξητικής ορμόνης, η χρόνια νεφρική ανεπάρκεια, κάποια σύνδρομα όπως το σύνδρομο  Turner, Prader-Willi
  • και τα SGA νεογνά, αυτά που είναι δηλαδή μικρά για την ηλικία κύησης υπό προϋποθέσεις.

Ιδιαίτερος λόγος γίνεται βιβλιογραφικά για το ιδιοπαθές χαμηλό ανάστημα, καθώς υπάρχουν χώρες στις οποίες έχει εγκριθεί η χρήση της αυξητικής ορμόνης στα παιδιά αυτά, με αμφιλεγόμενα αποτελέσματα. Υπάρχουν μελέτες που υποστηρίζουν ότι σε κάποια παιδιά αυξάνει το τελικό ανάστημα, ενώ σε κάποια άλλα όχι. Ενδιαφέρον έχει να συνυπολογίσουμε το ενδεχόμενο όφελος μιας τέτοιας θεραπείας -σε ουσιαστικά υγιή πληθυσμό- το κόστος της και την μακροπρόθεσμη ασφάλειά της.

Η αυξητική ορμόνη δεν είναι πανάκεια για όλα τα παιδιά που έχουν χαμηλό ανάστημα.

Πρέπει να ξεχωρίσουμε αυτά που αποδεδειγμένα επιστημονικά θα ωφεληθούν από την λήψη της από εκείνα που είναι υγιέστατα, απλώς έτυχε ή καθορίστηκε βάσει γονιδίων τους να είναι λίγα εκατοστά κοντύτερα.

Το σημαντικότερο είναι να εμφυσήσουμε στα παιδιά μας την πεποίθηση ότι η αξία και η ποιότητα τους ως άνθρωποι σε καμία περίπτωση δεν καθορίζεται από το πόσο ψηλοί είναι.