Οι γονείς υπενθυμίζουν συνέχεια στα παιδιά τους ότι πρέπει να βουρτσίζουνε τα δόντια τους. Πότε όμως αρχίζει και πώς γίνεται το σωστό βούρτσισμα; Ποιά είναι τα απαραίτητα σύνεργα για να απομακρύνουμε με επιτυχία τη μικροβιακή πλάκα και να μειώσουμε τον κίνδυνο τερηδόνας και ουλίτιδας;

Πριν ακόμη ανατείλουν τα πρώτα δόντια, τα μικρόβια από τη στοματική κοιλότητα της μαμάς μπορεί να μεταφερθούν και να σχηματίσουν αποικίες στη γλώσσα και στους μαλακούς ιστούς (χείλη και παρειές).  Έτσι όταν εμφανίζονται στη στοματική κοιλότητα τα πρώτα δοντάκια μετά τους 6 μήνες, τα μικρόβια αυτά θα μετακινηθούν στην οδοντική επιφάνεια και εκεί μπορεί να αρχίσουν να προκαλούν τερηδόνα με τα οξέα που παράγουν. Οι νέες μελέτες δείχνουν ότι όσο πιο αργά μετοικήσουν τα μικρόβια από τη μαμά στο μωρό, τόσες λιγότερες είναι οι πιθανότητες να αποκτήσει το παιδί τερηδόνα. Γι’αυτό οι νέες μητέρες δε θα πρέπει να μοιράζονται τα σκεύη με το μωρό τους. Επίσης ακόμη και αυτά τα πρώτα δοντάκια θα πρέπει αρχικά να καθαρίζονται από τα υπολείμματα του γάλατος έστω και με μία γαζούλα. Μετά τους 18 μήνες, όταν τα περισσότερα παιδιά έχουν βγάλει αρκετά δοντάκια αρχίζει το βούρτσισμα με μία μαλακή οδοντόβουρτσα και ελάχιστη οδοντόκρεμα.

Σημασία όμως έχει και η σωστή τεχνική βουρτσίσματος.  Οι τεχνικές διαφέρουν μεταξύ των ενηλίκων και των παιδιών. Τα παιδιά πρέπει να βουρτσίζουν με μικρές κυκλικές κινήσεις που θα φθάνουν μέχρι τα ούλα. Οι ενήλικες πρέπει να ξεκινούν από την ουλοδοντική ένωση και με κίνηση απότομη να απομακρύνουν προς τα έξω τη μικροβική πλάκα. Η πίεση που ασκείται πρέπει να είναι σημαντική για τη μηχανική απομάκρυνση των μικροβίων αλλά όχι τόσο που να δημιουργεί πόνο ή αποτριβές στα δόντια. Η οδοντόβουρτσα πρέπει πάντα να έχει μαλακές τρίχες και όλες στο ίδιο ύψος , έτσι ώστε να φτάνουν και όλες οι τρίχες στο ίδιο σημείο. Η ηλεκτρική οδοντόβουρτσα είναι πιο αποτελεσματική γα την καλή στοματική υγιεινή, εφ’ όσον όμως χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με τις σωστές κινήσεις. Ιδίως στα μικρά παιδιά, που τη βλέπουν σαν ένα ακόμη παιχνίδι, θα πρέπει να χρησιμοποιείται πάντα με την επίβλεψη και τη συνεργασία του γονέα.

Η χρήση της κατάλληλης οδοντόκρεμας είναι σημαντική. Στα μικρά παιδιά μετά την ανατολή των πρώτων νεογιλών δοντιών (μετά δηλαδή την ηλικία των 2 ετών), θα πρέπει να χρησιμοποιούμε οδοντόκρεμα που να περιέχει τουλάχιστον 500ppm-1000 ppm φθορίου. Οι οδοντόκρεμες των ενηλίκων περιέχουν 1450ppm φθόριο.  Σε ασθενείς με πολυτερηδονισμό, ο οδοντίατρος μπορεί να συστήσει και πιο ενισχυμένη με φθόριο οδοντόκρεμα. Επίσης οι ασθενείς θα πρέπει να χρησιμοποιούν με μέτρο τις «λευκαντικές» οδοντόκρεμες. Οι οδοντόκρεμες αυτές περιέχουν συνήθως σόδα και ισχυρές αποτριπτικές ουσίες και μπορούν να προκαλέσουν σοβαρές ζημιές στην αδαμαντίνη των δοντιών, αν χρησιμοποιούνται παρατεταμένα.

Δύο επιπλέον σύμμαχοι στην καθημερινή στοματική μας φροντίδα είναι το οδοντικό νήμα και το στοματικό διάλυμα. Όσο καλά και τακτικά κι αν βουρτσίζουμε τα δόντια μας, οι περιοχές ανάμεσα σε δύο διαδοχικά δόντια (σημείο επαφής του δοντιού) αποτελούν παγίδες τροφών και μικροβίων. Ιδιαίτερα στα μικρά παιδιά είναι το πιο συνηθισμένο σημείο που ξεκινά η τερηδόνα. Μόνο με το οδοντικό νήμα ή με τα ειδικά μεσοδόντια βουρτσάκια μπορούμε να αποφύγουμε από αυτό το σημείο την τερηδόνα και την ουλίτιδα. Τα στοματικά διαλύματα έχουν επικουρικό ρόλο στη στοματική μας υγιεινή. Προσφέρουν επιπλέον φθόριο ή βοηθούν στην καταπολέμηση της φλεγμονής των ούλων (στην ουλίτιδα ή την περιοδοντίτιδα) αλλά δε θα πρέπει να αντικαθιστούν το τακτικό βούρτσισμα. Στα παιδιά η χρήση των διαλυμάτων συνίσταται μετά την ηλικία των 6 ετών , που ελέγχουν πλήρως το αντανακλαστικό της κατάποσης.

Με την συνεργασία της κας Λίλας Παπαδόπουλου (Παιδοδοντίατρος)