Τα μωρά που γεννιούνται πρόωρα με πολύ μικρό βάρος σώματος (μικρότερο από 1,3 κιλά) αντιμετωπίζουν πολλές προκλήσεις στη διάρκεια των πρώτων χρόνων της ζωής τους, καθώς έχουν αυξημένες πιθανότητες να παρουσιάσουν προβλήματα υγείας και ανάπτυξης. Όμως, στην ενήλικη ζωή τους μπορούν να είναι βέβαια ότι όλα αυτά ανήκουν στο παρελθόν κι ότι δεν υπολείπονται σε τίποτα σε σχέση με τους συνομηλίκους τους. Αυτό έδειξε έρευνα που πραγματοποιήθηκε από το Πανεπιστήμιο Otago στη Νέα Ζηλανδία. Όπως σχολιάζει ο επικεφαλής της έρευνας, δρ. Μπράιαν Ντάρλοου «παρά κάποια λειτουργικά προβλήματα που είναι πιθανό να παρουσιαστούν τα πρώτα χρόνια, όπως π.χ. η μυωπία, φαίνεται πως τα πρόωρα παιδιά καταφέρνουν να φτάσουν στο ίδιο επίπεδα με όλα τα άλλα». Η έρευνα έγινε με τη συμμετοχή 230 ενηλίκων, ηλικίας 22 και 23 ετών που είχαν γεννηθεί πρόωρα με βάρος γέννησης χαμηλότερο από 1,5 kg. Όταν συγκρίθηκαν με άλλα άτομα της ηλικίας τους που είχαν γεννηθεί με κανονικό βάρος, φάνηκε ότι ήταν κατά μέσο όρο έξι κιλά πιο αδύνατοι και 4,3 εκατοστά πιο κοντοί, ενώ ήταν είχαν ελαφρά λιγότερες πιθανότητες να έχουν προχωρήσει σε ανώτερες σπουδές. Όμως, σε ό,τι αφορά την αυτοεκτίμηση και την ικανοποίηση που αισθάνονται για τη ζωή τους, το «σκορ» των δύο ομάδων ήταν ισάξιο, ενώ σε ό,τι αφορά προβλήματα συμπεριφοράς, άγχους και κατάθλιψης, οι δείκτες ήταν παρόμοιοι. «Είναι πολύ σημαντικό το ότι παρά τις αντιξοότητες που έζησαν τα πρώτα χρόνια, τα άτομα που γεννήθηκαν πρόωρα νιώθουν  στην πλειοψηφία τους ικανοποιημένα από την πορεία της ζωής τους», σχολιάζουν οι επιστήμονες που συμμετείχαν στην έρευνα. «Οι γονείς μπορούν να είναι αισιόδοξοι ότι σε ό,τι αφορά τα πρόωρα παιδιά, υπάρχει… φως στην άκρη του τούνελ». Ωστόσο, οι ειδικοί επισημαίνουν ότι οι ρεαλιστικές προσδοκίες, η ενθάρρυνση και η υποστήριξη της οικογένειας παίζουν κρίσιμο ρόλο στην ανάπτυξη και εξέλιξη αυτών των παιδιών σε απόλυτα υγιείς, ευτυχισμένους και αποτελεσματικούς ενήλικες. Τα αποτελέσματα της έρευνας δημοσιεύτηκαν στην ιατρική επιθεώρηση Pediatrics.