Ανεξάρτητα από το φύλο, την εθνικότητα, το χρώμα ή τη γεωγραφική θέση που γεννιέται κάθε μωρό, οι έρευνες μας επιβεβαιώνουν ότι όλα τα μωρά γεννιούνται όμοια, με την προυπόθεση βέβαια ότι η υγεία και οι διατροφικές συνήθειες της μητέρας κυμαίνονται στα φυσιολογικά επίπεδα!

Σύμφωνα με τους ερευνητές του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης που μελέτησαν στοιχεία από περίπου 80.000 τοκετούς σε οκτώ διαφορετικές χώρες (Η. Π. Α, Βρετανία, Ιταλία, Κίνα, Ινδία, Βραζιλία, Κένυα, Ομάν), το μέσο ύψος των νεογέννητων παγκοσμίως είναι σχεδόν μισό μέτρο (49,4 εκατοστά, συν/πλην 1,9 εκατοστά).

Στο παρελθόν οι έρευνες υποστήριζαν, ότι η φυλή και η εθνικότητα παίζουν μεγάλο ρόλο στις διαφορές μεγέθους των νεογέννητων στις διάφορες χώρες του πλανήτη. Όμως η νέα μελέτη δείχνει ότι δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο, καθώς αυτό που μετρά περισσότερο, είναι το επίπεδο υγείας, διατροφής και μόρφωσης της μητέρας, αλλά και το επίπεδο των ιατρικών υπηρεσιών κατά τον τοκετό. Όταν όλοι αυτοί οι παράγοντες πληρούνται, τότε τα νεογέννητα μοιάζουν πολύ μεταξύ τους σε βάρος και ύψος, άσχετα με το πού γεννήθηκαν, τι χρώμα έχει το δέρμα τους ή τι γλώσσα μιλάνε οι γονείς τους.

Οι ερευνητές έκαναν συγκριτικές εξετάσεις υπερήχων από την αρχή της εγκυμοσύνης έως τον τοκετό, καταγράφοντας τη σταδιακή ανάπτυξη των οστών των εμβρύων στην μήτρα, ώστε τα αποτελέσματα να είναι άμεσα συγκρίσιμα. Επίσης μέτρησαν το ύψος και την περιφέρεια του κεφαλιού όλων των μωρών αμέσως μετά τη γέννησή τους.

«Ασφαλώς δεν είμαστε όλοι ίσοι κατά τη γέννησή μας. Όμως μπορούμε να είμαστε», δήλωσαν οι επιστήμονες. «Μπορούμε να ξεκινήσουμε από την ίδια αφετηρία, αν φροντίζουμε, ώστε όλες οι μητέρες να διατρέφονται και να μορφώνονται σωστά, να είναι υγιείς και να έχουν την κατάλληλη προγεννητική φροντίδα. Γι’ αυτό είναι λάθος η άποψη, ότι οι γυναίκες σε μερικά μέρη του κόσμου γεννάνε μικρόσωμα παιδιά, επειδή είναι προκαθορισμένο από τη φύση τους»

Οι ερευνητές εκτιμούν ότι το πολύ το 4% των διαφορών μεγέθους μεταξύ των μωρών διεθνώς μπορεί να αποδοθεί σε διαφορές φυλετικές κ.α. Υπολογίζεται εξάλλου ότι πάνω από το ένα τέταρτο (27%) των μωρών που γεννιούνται παγκοσμίως, προέρχονται από γονείς που υποσιτίζονται.

Ένα πρόβλημα που επισημαίνει η μελέτη, είναι ότι δεν υπάρχουν ενιαίες προδιαγραφές διεθνώς για το πότε ένα μωρό θεωρείται ανησυχητικά μικρόσωμο, οπότε χρήζει ειδικής αντιμετώπισης. «Δημιουργείται μεγάλη σύγχυση σε γιατρούς και μητέρες. Πώς είναι δυνατό ένα έμβρυο ή ένα νεογέννητο να θεωρείται μικρό σε μία κλινική ή νοσοκομείο μιας χώρας και να αντιμετωπίζεται ανάλογα, και μετά η ίδια μητέρα να πηγαίνει σε μια άλλη πόλη ή χώρα και να της λένε ότι το μωρό της αναπτύσσεται φυσιολογικά;» αναρωτήθηκε ένας από τους ερευνητές, ο καθηγητής Στέφεν Κένεντι της Οξφόρδης.

Ένας από τους στόχους της νέας έρευνας είναι ακριβώς να τεθούν επιτέλους προδιαγραφές διεθνούς ισχύος, αναφορικά με την ομαλή ανάπτυξη ενός εμβρύου στη μήτρα και ενός μωρού αμέσως μετά τη γέννησή του (τέτοιες ενιαίες προδιαγραφές ή «καμπύλες ανάπτυξης» υπάρχουν για τα νήπια και τα παιδιά).

Η έρευνα επιβεβαίωσε ότι παγκοσμίως παρατηρούνται μεγάλες διαφορές στο μέγεθος των μωρών που γεννιούνται, πράγμα με σημαντικές επιπτώσεις για την μελλοντική υγεία τους, καθώς όσο πιο λιποβαρές είναι ένα νεογέννητο, τόσο πιο ευάλωτο είναι σε διάφορες παθήσεις, βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα (διαβήτης, αρτηριακή πίεση, καρδιαγγειακές παθήσεις κ.α.).

Σημαντικοί παράγοντες που οδηγούν σε μικρόσωμα μωρά, είναι -πέρα από την κακή διατροφή και υγεία της μητέρας- οι επιπλοκές της εγκυμοσύνης, το κάπνισμα και η κατανάλωση αλκοόλ από τη μητέρα, η σωματικά κοπιαστική εργασία της κατά την εγκυμοσύνη και ο πρόωρος τοκετός. Το αντίστροφο του υποσιτισμού, η παχυσαρκία, επίσης μπορεί να οδηγήσει στο αντίστροφο πρόβλημα, στη γέννηση υπερβολικά παχουλών μωρών.