Οι ερευνητές παρακολούθησαν από τη γέννηση έως τα πρώτα σχολικά έτη 13.000 αγόρια και κορίτσια που γεννήθηκαν το 2000. και τους γονείς τους που συμπλήρωναν σε τακτά χρονικά διαστήματα ειδικά ερωτηματολόγια που κάλυπταν εξωτερικές συμπεριφορές, όπως η υπερκινητικότητα, οι εκρήξεις θυμού και η επιθετικότητα, καθώς και συναισθήματα όπως η  η ευσυγκινησία και το άγχος. Το ποσοστό των μητέρων που εργάζονταν αυξήθηκε από 55% όταν τα μωρά ήταν νεογέννητα σε 60% όταν έκλεισαν τα πέντε τους χρόνια. Σύμφωνα με την επικεφαλής της έρευνας δόκτωρ Anne McMunn, οι μητέρες που εργάζονται είναι πιο πιθανό να έχουν υψηλότερα εκπαιδευτικά προσόντα, ανεβάζουν το εισόδημα των νοικοκυριών, και έχουν μικρότερη πιθανότητα να οδηγηθούν στην κατάθλιψη συγκριτικά με εκείνες που δεν εργάζονται. Σύμφωνα με την έρευνα οι παραπάνω παράγοντες δικαιολογούν κάποια προβλήματα συμπεριφοράς που έδειξαν αγόρια των οποίων οι μητέρες δεν εργάζονταν. Τα αγόρια, σύμφωνα με την έρευνα δεν επηρεάστηκαν, αρκεί να εργάζονταν και οι δύο γονείς. Σε περίπτωση που μόνο η μητέρα ήταν πλήρους απασχόλησης, τα αγόρια ανέπτυσσαν κάποια  προβλήματα συμπεριφοράς – ίσως γιατί ο ρόλος της μητέρας ως του «κουβαλητή» της οικογένειας, έπληττε το πρότυπό τους (τον πατέρα τους). Ωστόσο κάτι τέτοιο δεν ίσχυε και για τα κορίτσια. Σε γενικές γραμμές πάντως, τα μικρά παιδιά όχι μόνο δεν υπέφεραν όταν εργαζόταν η μητέρα τους, αλλά είχαν καλύτερη συμπεριφορά.   «Κάποιες μελέτες έχουν υποδηλώσει πως η εργασία ή μη της μητέρας κατά τον πρώτο χρόνο της ζωής ενός παιδιού, μπορεί να ασκήσει σημαντική επιρροή στην μελλοντική εξέλιξή του», δήλωσε η επικεφαλής ερευνήτρια. Στη συγκεκριμένη πάντως μελέτη, δεν είδαμε να επηρεάζεται η συμπεριφορά ή η κοινωνικότητα των παιδιών εξαιτίας της πλήρους ή μερικής απασχόλησης της μητέρας». Με βάση τα στοιχεία της μελέτης, «το καλύτερο σενάριο είναι να μένουν τα παιδιά και με τους δύο γονείς, να είναι και οι δύο εργαζόμενοι, αλλά να μην κάνουν υπερωρίες, ώστε να έχουν χρόνο για τα παιδιά τους», σύμφωνα με την δόκτωρ Anne McMunn,   Την μελέτη χρηματοδότησε το Οικονομικό & Κοινωνικό Ερευνητικό Συμβούλιο (Economic and Social Research Council) της Βρετανίας.