Ερευνητές των πανεπιστημίων της Οξφόρδης και του Γκρόνιγκεν, με επικεφαλής την καθηγήτρια Μελίντα Μιλς, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο επιστημονικό περιοδικό PLoS One, ανέλυσαν το γονιδίωμα 6.700 γυναικών για να προσδιορίσουν τον βαθμό στον οποίο υπάρχει γενετικό υπόβαθρο στο πότε γεννιέται το πρώτο παιδί και στο πόσα παιδιά θα κάνει. Οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι μερικές γυναίκες έχουν γενετική προδιάθεση να αποκτήσουν παιδί νωρίτερα στη ζωή τους απ’ ότι άλλες και μάλιστα αυτή η τάση (που στην ουσία συνιστά ένα συγκριτικό αναπαραγωγικό πλεονέκτημα) κληροδοτείται στις κόρες τους. Από την άλλη, η έρευνα διαπίστωσε ότι κοινωνικοί, οικονομικοί και άλλοι περιβαλλοντικοί παράγοντες (περισσότερα χρόνια εκπαίδευσης, καριέρα, οικονομικές δυσκολίες, ανεξάρτητη ζωή κ.α.) παίζουν καθοριστικό ρόλο, με συνέπεια πολλές γυναίκες- παρ’ όλο που διαθέτουν αυτή τη γενετική τάση-τελικά καθυστερούν τη μητρότητα. Οι ερευνητές εκτιμούν ότι τα γονίδια καθορίζουν σε ποσοστό 15% περίπου τις διαφορές μεταξύ των γυναικών, όσον αφορά την ηλικία γέννησης του πρώτου παιδιού τους. Επίσης, τα γονίδια εκτιμάται ότι επηρεάζουν σε ποσοστό 10% κατά μέσο όρο το πόσα παιδιά θα γεννήσει μια γυναίκα. Όπως χαρακτηριστικά είπε η Μιλς, «από εξελικτική και γενετική άποψη, οι νεότερες γενιές γυναικών έχουν την τάση σήμερα να αποκτούν παιδιά σε νεαρότερη ηλικία απ’ ότι οι γυναίκες στο παρελθόν. Παρ’ όλα αυτά, αυτό που παρατηρούμε στην πραγματικότητα είναι ότι συμβαίνει το αντίθετο. Κοινωνικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες στις σύγχρονες κοινωνίες επηρεάζουν τις γυναίκες, με αποτέλεσμα αυτές να καθυστερούν να ξεκινήσουν την οικογένειά τους, αν και γνωρίζουν πως υπάρχει κίνδυνος να μην μπορέσουν τελικά να γεννήσουν, αν καθυστερήσουν πάρα πολύ».