Η έρευνα διεξήχθη από το Πανεπιστήμιο Στάνφορντ στις Η.Π.Α. και είναι η τελευταία από μια σειρά ερευνών που δείχνουν πως οι σκέψεις, τα συναισθήματα και οι πεποιθήσεις μας έχουν άμεσο αντίκτυπο στην υγεία μας. Για τις ανάγκες της έρευνας, οι επιστήμονες ανέλυσαν στοιχεία παλαιότερων ερευνών από τρία σύνολα δεδομένων, που αφορούσαν 60.000 Αμερικανούς. Οι έρευνες κατέγραφαν μεταξύ άλλων τα επίπεδα φυσικής δραστηριότητας, την κατάσταση της υγείας και το προσωπικό ιστορικό των συμμετεχόντων. Σε όλες τις έρευνες οι συμμετέχοντες καλούνταν να απαντήσουν στην παρακάτω ερώτηση: «Θα λέγατε ότι είστε σωματικά πιο ενεργός, λιγότερο ενεργός ή το ίδιο ενεργός σε σχέση με τους άλλους ανθρώπους της ηλικίας σας;». Οι ερευνητές στη συνέχεια εξέτασαν τα αρχεία θανάτου από το έτος 2011, δηλαδή 21 χρόνια μετά την έναρξη της πρώτης έρευνας, και τα συνέκριναν με τα στοιχεία των ερευνών. Αυτό που διαπίστωσαν ήταν ότι οι συμμετέχοντες που πίστευαν ότι είναι λιγότερο δραστήριοι σωματικά από τους άλλους ανθρώπους της ίδιας ηλικίας είχαν έως και 71% περισσότερες πιθανότητες να πεθάνουν κατά την περίοδο παρακολούθησης, συγκριτικά με τους ανθρώπους που θεωρούσαν ότι ήταν πιο δραστήριοι από τους συνομηλίκους τους. Μάλιστα αυτό ίσχυε και αφού συνεκτιμήθηκαν παράγοντες υγείας όπως η σωματική δραστηριότητα, η ηλικία, ο Δείκτης Μάζας Σώματος, πιθανές χρόνιες παθήσεις κ.ά., που θα μπορούσαν να επηρεάσουν το αποτέλεσμα. «Τα ευρήματά μας ευθυγραμμίζονται με μια αυξανόμενη έρευνα που καταδεικνύει ότι οι νοοτροπίες μας -στη συγκεκριμένη περίπτωση οι πεποιθήσεις μας σχετικά με το πόσο ασκούμαστε συγκριτικά με τους άλλους- μπορούν να παίξουν κρίσιμο ρόλο στην υγεία μας», δήλωσε η δρ. Alia Crum, επίκουρη καθηγήτρια Ψυχολογίας και μία εκ των συγγραφέων της μελέτης. Παλαιότερη έρευνα της δρ. Crum είχε δείξει ότι τα οφέλη που αποκομίζουν οι άνθρωποι από την καθημερινή τους φυσική δραστηριότητα εξαρτώνται εν μέρει από τη νοοτροπία τους, δηλαδή από το αν πιστεύουν ή όχι ότι ασκούνται επαρκώς. Συγκεκριμένα, σε μελέτη της του 2007, εργαζόμενοι σε ξενοδοχείο οι οποίοι αρχικά πίστευαν ότι τα επίπεδα της σωματικής τους δραστηριότητας στην εργασία τους δεν ανταποκρίνονταν στα συνιστώμενα επίπεδα καθημερινής άσκησης, όταν έλαβαν τη διαβεβαίωση περί του αντιθέτου από τη δρ. Crum, είδαν σημαντικά οφέλη υγείας, όπως μείωση του βάρους τους, του σωματικού τους λίπους, της αρτηριακής τους πίεσης κ.ά. Μια πιθανή εξήγηση που δίνουν η δρ. Crum και η κ. Octavia Zahrt, συμπράττουσα συγγραφέας της έρευνας και υποψήφια διδάκτορας στο Graduate School of Business, για το γεγονός ότι οι νοοτροπίες και οι αντιλήψεις μας έχουν τόσο ισχυρή επίδραση στην υγεία μας είναι ότι οι αντιλήψεις μας γενικά μπορούν να επηρεάσουν τα κίνητρα, τόσο θετικά όσο και αρνητικά. Όσοι γνωρίζουν, για παράδειγμα, ότι τα επίπεδα φυσικής δραστηριότητάς τους είναι επαρκή -όπως π.χ. οι υπάλληλοι του ξενοδοχείου-, μπορούν να στηριχθούν σε αυτά και να συνεχίσουν να ασκούνται. Από τη άλλη, αυτοί που θεωρούν τους εαυτούς τους αγύμναστους είναι πιο πιθανό να παραμείνουν αδρανείς και να βιώσουν υψηλότερα επίπεδα φόβου, άγχους και κατάθλιψης, που επηρεάζουν αρνητικά την υγεία. Επίσης, οι ερευνήτριες επισημαίνουν και τη σημαντική επίδραση του φαινομένου πλασέμπο. «Ήρθε η ώρα να αρχίσουμε να παίρνουμε τον ρόλο της νοοτροπίας στην υγεία πιο σοβαρά», δήλωσε η δρ. Crum. Και προσέθεσε: «Αν θέλουμε να είμαστε υγιείς και να ζήσουμε πολλά χρόνια, είναι σημαντικό να υιοθετήσουμε όχι μόνο υγιείς συμπεριφορές αλλά και υγιείς σκέψεις». Η έρευνα δημοσιεύτηκε στην επιστημονική επιθεώρηση «Health Psychology».