Η διατροφή που κάνει μια γυναίκα την περίοδο της εγκυμοσύνης έχει επίπτωση στη σύσταση του εντερικού μικροβιώματος του παιδιού που θα γεννήσει και η επίδραση αυτή μπορεί να ποικίλει ανάλογα και με το πως θα γεννήσει, σύμφωνα με νέα αμερικανική μελέτη που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό έντυπο Microbiome.

Επιστημονική ομάδα του Ιατρικού Κέντρου Hitchcock στο Νταρμουθ, με επικεφαλής την Δρ Σαρα Λουντγκρεν, διαπίστωσε ότι το εντερικό μικροβίωμα των νεογνών έξι εβδομάδες μετά τον τοκετό απαρτίζεται κυρίως από εντεροβακτήρια (~20%), βακτήρια Bifidus  (18,6%), βακτηριοειδή (10,44%) και στρεπτόκοκκο (8,10%).

Οι τρεις αυτές διακριτές ομάδες μικροβίων εντοπίστηκαν στο έντερο των νεογνών που είχαν γεννηθεί δια κολπικού τοκετού, ενώ διέφεραν στα παιδιά που είχαν γεννηθεί δια καισαρικής τομής.

Σύμφωνα με τους ερευνητές αυτό που επηρέαζε το νεογνικό εντερικό μικροβίωμα ήταν η διατροφή της μητέρας. Συγκεκριμένα, τα παιδιά που είχαν γεννηθεί με φυσιολογικό τοκετό είχαν υπερδιπλάσιες πιθανότητες να έχουν περισσότερο στρεπτόκοκκο και κλωστρίδιο στο έντερό τους για κάθε επιπλέον μερίδα φρούτων που κατανάλωνε η μητέρα τους ημερησίως. Το βακτήριο Bifidus ήταν μειωμένο στα παιδιά αυτά αν η μητέρα έτρωγε πολλά φρούτα, αλλά αυξημένο σε όσα είχαν γεννηθεί δια καισαρικής τομής σε σχέση με τη μητρική κατανάλωση κόκκινου και κατεργασμένου κρέατος. Τα παιδιά στην ομάδα της καισαρικής τομής είχαν υπερδιπλάσιες πιθανότητες να έχουν περισσότερο στρεπτόκοκκο και κλωστρίδιο για κάθε επιπλέον μητρική μερίδα γαλακτοκομικών την ημέρα.

Για να επιβεβαιώσουν ότι η μητρική διατροφή επηρεάζει την υγεία του απογόνου μέσω πάντα του εντερικού μικροβιώματος, οι επιστήμονες μελέτησαν δείγματα κοπράνων από 145 νεογνά που είχαν ενταχθεί στο δείγμα της μελέτης New Hampshire Birth Cohort Study. Τα περισσότερα νεογνά είχαν γεννηθεί κολπικώς (66,9%) και είχαν τραφεί δια αποκλειστικού θηλασμού (70,3%) έως και την ηλικία των έξι εβδομάδων. Η μελέτη είχε συγκεντρώσει στοιχεία για τη μητρική διατροφή από την 24η έως την 28η εβδομάδα κυοφορίας. της Μαίρης Μπιμπή