Οι ερευνητές του Πανεπιστημίου του Waterloo διερεύνησαν τις γλωσσικές και γνωστικές δεξιότητες που εμφανίζουν τα νήπια, μόλις ξεκινήσουν να μιλούν, σε δύο διαφορετικές περιπτώσεις: Όταν περνούν μεγάλο μέρος της ημέρας με άλλα συνομήλικα παιδάκια και όταν βρίσκονται παρέα με ενήλικες.

Την ίδια στιγμή που τα παιδάκια μπορούσαν να επεξεργαστούν πολύ καλά την παιδική ομιλία άλλων συνομήλικων παιδιών, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τα μικρά παιδιά που περνούσαν πολύ χρόνο με άλλα συνομήλικα παιδάκια μπορούσαν να επίσης να συσχετίσουν με πολύ μεγαλύτερη ευκολία μία νέα λέξη με ένα αντικείμενο, σημαντικό στάδιο της εκμάθησης λέξεων.

Στα πλαίσια της μελέτης οι ερευνητές διεξήγαγαν δύο πειράματα, με συνολικά 88 παιδιά, μερικά από τα οποία πέρασαν οκτώ ή λιγότερες ώρες με άλλα συνομήλικα παιδιά και άλλα που είχαν περισσότερο χρόνο με τους συνομήλικους φίλους τους.

Στο πρώτο πείραμα, διερευνήθηκε ο τρόπος με τον οποίο επεξεργάζονταν τα νήπια τις οδηγίες που δίνονταν άλλοτε από έναν επτάχρονο ομιλητή και άλλοτε από έναν ενήλικα.

Στο δεύτερο πείραμα, οι ερευνητές εξέτασαν τον τρόπο με τον οποίο τα νήπια καταλάβαιναν τις αλλαγές και τα «σφάλματα» κατά την ομιλία συνομήλικων παιδιών, με τον μικρό ομιλητή να μπερδεύει ή να προφέρει λίγο διαφορετικά τα «ονόματα» των αντικειμένων.

«Η έρευνά μας αποδεικνύει ότι τα μικρά παιδάκια, μόλις μάθουν να μιλούν, μπορούν αμέσως να κατανοήσουν την ομιλία των συνομήλικων φίλων τους και αυτό ισχύει ακόμα και για παιδάκια που δεν έχουν μεγάλη κοινωνική εμπειρία με άλλα παιδάκια» αναφέρει ο διευθύνων της μελέτης.

«Αυτό σημαίνει ότι κατά την διαδικασία μάθησης της μητρικής γλώσσας, χρήσιμη δεν κρίνεται μόνο η ομιλία των ενηλίκων αλλά και εκείνη των συνομηλίκων τους, από τις μικρότερες ακόμα ηλικίες, καθώς βοηθά τα παιδιά να μάθουν και να κατανοήσουν την γλώσσα ταχύτερα. Οι περισσότερες μελέτες στο παρελθόν είχαν επικεντρωθεί στο πως τα νήπια μαθαίνουν να μιλούν από τους ενήλικες, αλλά πιστεύουμε ότι είναι σημαντικό να διερευνηθεί ο τρόπος με τον οποία τα νήπια παιδιά προσεγγίζουν την ομιλία άλλων συνομήλικων παιδιών και πόσο αυτές οι μικρές “συνομιλίες” βοηθούν και τα καθοδηγούν στην εκμάθηση της μητρικής τους γλώσσας», εξηγεί.