Συνάντησα μια παλιά συνάδελφο μετά από χρόνια και το πρώτο που μου είπε ήταν: «Ξέρεις, με τον άνδρα μου χωρίσαμε. Μου ανακοίνωσε ότι έχει βρει τον έρωτα της ζωής του κι έφυγε από το σπίτι. Αλλά δεν καταλαβαίνω.

Πώς μπόρεσε να το κάνει σε μένα αυτό. Εγώ γινόμουν θυσία για όλες του τις επιθυμίες. Φρόντιζα τα πάντα, το σπίτι, τα παιδιά, τον στήριξα να στήσει δική του επιχείρηση, γιατί να μου φερθεί έτσι…». Μου διηγήθηκε όλο το χρονικό, για τον τελευταίο καιρό που διαρκώς εκείνη προσπαθούσε για τη σχέση τους, που οργάνωνε ρομαντικά δείπνα και εκδρομές-έκπληξη για να βρίσκονται οι δυο τους και για το πώς τον έβλεπε σιγά-σιγά να χάνεται χωρίς να καταλαβαίνει τον λόγο. Μέχρι που ο ίδιος ομολόγησε την αλήθεια του κι έφυγε.

Ακολούθησε η γνωστή συναισθηματική εμψύχωση, έλα μην κάνεις έτσι, τα καλύτερα μας χρόνια είναι τώρα, τον άνδρα και στα σκουπίδια να τον αφήσεις κάποια θα περάσει να τον πάρει, ο καλύτερος γκόμενος είναι ο επόμενος και άλλα τέτοια. Μπορεί και να βοήθησα, μπορεί και όχι, σε αυτές τις περιπτώσεις ποτέ δεν ξέρεις αν κράτησες τη σωστή στάση, μπορεί και να μην υπάρχει σωστή στάση.

Αυτό που μου φάνηκε περίεργο ήταν που έλεγε ότι ενώ εκείνη τον αγαπούσε, εκείνος την απατούσε. Ο πιο αθώος μου εαυτός πιστεύει ότι δεν γίνεται να αγαπάμε έναν άνθρωπο που δεν μας αγαπάει. Δεν γίνεται να αγαπάμε κάποιον που δεν μας εκτιμάει, δεν μας προσέχει, δεν μας είναι πιστός, δεν μας επιθυμεί, δεν νιώθει κι εκείνος όλα αυτά που νιώθουμε εμείς και μάλιστα στον ίδιο βαθμό. Η αγάπη, ο έρωτας, το πάθος προϋποθέτουν αμοιβαιότητα. Για να τραφούν και να είναι ζωντανά χρειάζονται ανταπόκριση. Οταν αυτό που τα τρέφει είναι η απόρριψη, η άρνηση, η αδιαφορία, τότε δεν είναι αγάπη. Είναι κάτι άλλο.

Θυμήθηκα τον πρώτο μου νεανικό έρωτα. Συμμαθητές στην Γ’Λυκείου. Πολύ συνειδητά είχα αποφασίσει ότι τον θέλω και θα κάνω τα πάντα για να τον έχω -ό,τι μπορούσαμε να κάνουμε στην εφηβεία στα 80s – κι εκείνος πολύ ξεκάθαρα μου είχε πει όχι. Αν και αρχικά με φλέρταρε, στη συνέχεια ξεκαθάρισε τη θέση του κι έβρισκε δικαιολογίες επικαλούμενος το διάβασμα, τα φροντιστήρια, τις Πανελλήνιες. Δεν κατάφερα να έχω πιο στενή σχέση μαζί του, μόνο φίλοι ήμασταν στο σχολείο. Εμεινα κολλημένη να τον σκέφτομαι μέχρι το δεύτερο έτος του πανεπιστημίου, έκανα τα πάντα για να κρατήσω επικοινωνία και το μόνο που πέτυχα ήταν να τα φτιάξει με όλες μου τις φίλες – εκτός από μένα. Πονούσα τόσο πολύ που υποσχέθηκα στον εαυτό μου ότι δεν θα ξανασχοληθώ με άνδρα που δεν είναι τρελός για μένα. Πονούσα τόσο πολύ που είμαι πια βέβαιη ότι αυτό δεν ήταν αγάπη.

Τότε τι ήταν; Ποιο συναίσθημα κάνει μια γυναίκα να προσπαθεί για τη σχέση της όταν ο σύζυγός της είναι ήδη σε άλλη αγκαλιά; Ποια ανάγκη οδηγεί μία 18χρονη να γράφει ποιήματα για έναν άνδρα που δεν ενδιαφέρεται; Η ψυχική ταλαιπωρία και στις δύο περιπτώσεις δεν μπορεί να ονομάζεται αγάπη. Η άποψη της Κάρεν Χόρνεϊ, της «γιαγιάς» της ψυχανάλυσης, που ήταν η πρώτη που αντιτάχθηκε στις φαλλικές θεωρίες του Φρόιντ, είναι ότι η ανάγκη μας να κατακτήσουμε συναισθηματικά έναν άνθρωπο, ανεξάρτητα από τη δική του ανταπόκριση, μπορεί να ανήκει στην κατηγορία των νευρώσεων. Στο βιβλίο της «Αυτο-ανάλυση» (1942) ξεχωρίζει δέκα είδη νευρωτικών αναγκών, ανάγκες δηλαδή που δεν είναι ζητήματα επιβίωσης, αλλά προκύπτουν από τη νευρωτική προσωπικότητα και παρουσιάζονται ως επιτακτικές. Οπως η ανάγκη για στοργή και αποδοχή, η ανάγκη για ισχύ, η ανάγκη για αναγνώριση ή η ανάγκη για τελειότητα. Ανάμεσά τους είναι και η νευρωτική ανάγκη για μόνιμο σύντροφο, αυτή που ονομάζεται και Σύνδρομο της Σταχτοπούτας. Μια τέτοια νευρωτική προσωπικότητα, όταν δεν έχει σύντροφο, θεωρεί πως όλα τα προβλήματά της προκαλούνται από αυτή την έλλειψη και θα λυθούν μόλις βρει αυτόν που ψάχνει. Ακόμα όμως και όταν είναι σε σχέση, ζητά διαρκώς επιβεβαίωση και συναισθηματική στήριξη, υποφέροντας από τον φόβο της εγκατάλειψης.

 

Αυτο-ανάλυση

Σύμφωνα με τη Γερμανίδα ψυχαναλύτρια, η νεύρωση προκύπτει από το βασικό άγχος στις διαπροσωπικές σχέσεις. Δεν γεννιόμαστε με τη νεύρωση, την αποκτάμε μέσα από τις πρώτες επαφές στη βρεφική ηλικία με τους ανθρώπους που μας φροντίζουν. Η νευρωτική προσωπικότητα που αναπτύσσει ένας ενήλικος συνδέεται και με τα παιδικά του βιώματα και τη συμπεριφορά των γονέων του προς αυτόν. Η έλλειψη σεβασμού στις ανάγκες του, η απουσία πραγματικής καθοδήγησης, ο υπερβολικός ή ο καθόλου θαυμασμός για το παιδί, η έλλειψη ζεστασιάς, οι διακρίσεις ανάμεσα στα αδέρφια, η απορριπτική στάση, η μη εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους, η υπερπροστασία που εγκλωβίζει το παιδί, όλα αυτά αποτελούν συμπεριφορές των γονέων που μπορούν να οδηγήσουν σε έντονο άγχος το παιδί. Πολλοί γονείς είναι και οι ίδιοι νευρωτικοί και μεταβιβάζουν (ασυνείδητα) τις νευρωτικές τους ανάγκες στα παιδιά τους ή προσπαθούν να τις εκπληρώσουν μέσα από αυτά, όπως για παράδειγμα μία μητέρα που επιθυμεί έναν καλό γαμπρό για την κόρη της ώστε να νιώσει η ίδια πετυχημένη ή κοινωνικά καταξιωμένη. Τα παιδιά αυτών των γονιών είναι σε καλό δρόμο ώστε να αναπτύξουν τις δικές τους νευρωτικές ανάγκες. Με άλλα λόγια, όταν η κόρη βρεθεί να διεκδικεί αυτόν τον γαμπρό, το κάνει από αγάπη ή από νευρωτική ανάγκη;

Από την προσωπική μου εμπειρία γνωρίζω το συναίσθημα: η μονομερής αγάπη βιώνεται περισσότερο σαν εμμονή. Ενα κόλλημα του μυαλού. Ενώ όλες οι ενδείξεις συντείνουν στο γεγονός «he’snotthatintoyou», εμείς επιμένουμε να τον θέλουμε σαν να μην παίρνουμε το μήνυμα. Σε ακραίες περιπτώσεις μπορεί να πρόκειται για «ιδεοληπτική διαταραχή έρωτα», μία φάση που καθόλου δεν έχει να κάνει με έρωτα παρά μόνο με ιδεοληψία. Οι ψυχίατροι την περιγράφουν ως μία κατάσταση όπου ένα άτομο παθαίνει εμμονή με ένα πρόσωπο με το οποίο νομίζει ότι είναι ερωτευμένο. Τα συμπτώματα μπορεί να περιλαμβάνουν: ακατανίκητη αίσθηση έλξης προς αυτό το πρόσωπο, εμμονικές ιδέες, αίσθηση ανάγκης να προστατεύσει αυτό το πρόσωπο, υπερβολική ζήλια, χαμηλή αυτοεκτίμηση. Η θεραπεία γίνεται με αντικαταθλιπτικά και αντιψυχωσικά φάρμακα και με ατομικές συνεδρίες.

 

Αφού και οι δύο αγαπάμε εσένα

Υπάρχει και η άποψη που λέει ότι η ασυμμετρία είναι συνηθισμένο φαινόμενο στις σχέσεις, ότι συμβαίνει συχνά ο ένας να αγαπάει περισσότερο από τον άλλον. «Οι άνθρωποι στις σχέσεις δεν είναι ίσοι», λέει ο Μαρκ Γουάιτ, επικεφαλής του Τμήματος Φιλοσοφίας του Κολεγίου του StatenIsland. «Ο ένας μπορεί να θεωρείται πιο ελκυστικός από τον άλλον, να κερδίζει περισσότερα χρήματα ή να είναι πιο νοικοκύρης. Αυτό συμβαίνει επειδή συνήθως αναζητούμε συντρόφους που συμπληρώνουν, ενισχύουν ή αντισταθμίζουν τα καλά ή τα κακά στοιχεία μας με τα δικά τους. Για τον ίδιο λόγο μπορεί ο ένας να αγαπάει περισσότερο από τον άλλον. Ενας τρόπος για να περιγράψουμε την αγάπη είναι να εκτιμάμε αυτό το πρόσωπο απεριόριστα, οπότε δύο άνθρωποι που αγαπιούνται εκτιμούν ο ένας τον άλλον εξίσου απεριόριστα. Στις ιδανικές σχέσεις αυτή η αμοιβαία εκτίμηση διαρκεί και διαρκεί, όμως στις μη ιδανικές η αξία ενός συντρόφου μπορεί να μειωθεί στα μάτια του άλλου και όχι απαραίτητα με τον ίδιο ρυθμό και για τους δύο. Ετσι, αναγκαστικά, ο ένας θα αγαπάει περισσότερο απ’ ό,τι ο άλλος. Αυτό μπορούμε να το καταλάβουμε και με το ποιος δίνει μεγαλύτερη αξία στη σχέση και προσπαθεί γι’ αυτήν περισσότερο».

Οσο όμως κι αν είναι φυσιολογικό ή συνηθισμένο, το να υπάρχει ασυμμετρία στην αγάπη δεν είναι καλός οιωνός για το μέλλον του ζευγαριού, σύμφωνα με τον Γουάιτ. Ακόμη κι αν διατηρηθεί ως συμβίωση και τρόπος ζωής, τα δύο μέλη του δεν θα είναι ευχαριστημένα. Ο ένας θα τείνει να ζητάει περισσότερα και ο άλλος θα τείνει να δίνει λιγότερα. «Αυτό το είδος ασυμμετρίας είναι μία ρωγμή στον δεσμό που θα ανοίγει όλο και περισσότερο αν δεν επιδιορθωθεί ή τουλάχιστον αναγνωριστεί, αντιμετωπιστεί και συζητηθεί. Αν όχι, τότε και τα δύο πρόσωπα θα είναι καλύτερα αν πάρουν χωριστούς δρόμους. Εκείνος που δίνει μεγαλύτερη αξία στη σχέση δικαιούται έναν σύντροφο που μπορεί να προσφέρει εξίσου, ενώ εκείνος που της δίνει μικρότερη πρέπει να απελευθερώσει τον άλλον για να βρει αυτό που του αξίζει. Στην πραγματικότητα βέβαια δεν είναι πάντα εύκολο να τελειώνει μία σχέση, ειδικά αν υπάρχουν παιδιά, οικονομικά ζητήματα ή άλλοι λόγοι. Σε αυτές τις περιπτώσεις, στις οποίες το ζευγάρι δεν μπορεί να γεφυρώσει το χάσμα αλλά ούτε και να χωρίσει, συμβουλεύω ό,τι και στα περιστατικά απιστίας (άλλωστε και η απιστία είναι μία πολύ πιθανή εξέλιξη της ασυμμετρίας στην αγάπη): αν πιστεύετε ότι αγαπάτε περισσότερο απ’ ό,τι ο άλλος, ασχοληθείτε με κάτι διαφορετικό και μετατοπίστε το επίκεντρο της προσοχής σας».

Ακόμα κι αν γνωρίζουμε ότι η αγάπη μας δεν έχει ανταπόκριση ή δεν έχει την ανταπόκριση που θα θέλαμε, επιλέγουμε να μείνουμε στη σχέση. «Νιώθουμε ασφάλεια μέσα σε αυτήν», εξηγεί η Δήμητρα Αθανασάκου, ψυχολόγος-ψυχοθεραπεύτρια. «Κατά βάθος μπορεί να μη θέλουμε να παραδεχτούμε ότι κάτι δεν πάει καλά και να προτιμάμε να παραμείνουμε σε ένα γνώριμο περιβάλλον από το να διακινδυνεύσουμε να αλλάξουμε ζωή. Μένουμε σε καταστάσεις που δεν μας δίνουν αυτό που θέλουμε, είτε είναι σχέση είτε δουλειά, φοβούμενοι την εξέλιξη. Μένουμε με κάτι που δεν θέλουμε γιατί πιθανώς δεν πιστεύουμε ότι μπορούμε να έχουμε αυτό που θέλουμε ή ότι δεν το αξίζουμε. Αν κάποιος έχει υποστεί απόρριψη ως παιδί από τους γονείς του και αν αυτή η αρνητική εμπειρία έχει εντυπωθεί μέσα του, τότε όλες του οι συμπεριφορές θα λειτουργούν προς αυτή την κατεύθυνση, δηλαδή προς το να ξαναζεί αυτό που κατά βάθος πιστεύει για τον εαυτό του. Είναι η αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Δημιουργώ μόνος μου τις συνθήκες για να επιβεβαιώνω ότι δεν μπορώ να έχω αυτό που μου αξίζει». Η αγάπη χωρίς ανταπόκριση είναι αγάπη, αλλά μπορεί να γίνει και κάτι πιο σπουδαίο αν το συνειδητοποιήσουμε. Μάθημα.