Γεμίσαμε τις τσάντες τους αντισηπτικά, τους μάθαμε πώς να καθαρίζουν αποτελεσματικά τα χέρια τους («και κάτω από τα νύχια!»), τους δείξαμε από πού να πιάνουν τη μάσκα τους και το μόνο που μας μένει είναι να ελπίζουμε αυτά να αποδειχθούν αρκετά για να τα προστατεύσουμε από τον νέο κοροναϊό. Καθώς, όμως, περιμένουμε μαζί με τον υπόλοιπο πλανήτη την εύρεση ενός αποτελεσματικού εμβολίου που θα σημάνει την αρχή του τέλους του εφιάλτη της πανδημίας, φαίνεται ότι ξεχνάμε τα εμβόλια που έχουμε ήδη στη διάθεσή μας, και τα οποία προστατεύουν τα μικρά μας από εξίσου σημαντικές – αν όχι πολύ μεγαλύτερες για εκείνα – απειλές.

Αναπληρώνοντας τα χαμένα εμβόλια

Παρά το χαριτωμένο τους όνομα, πολλές «παιδικές ασθένειες» μπορούν να αποβούν από επιβλαβείς έως μοιραίες. Και στη συντριπτική τους πλειοψηφία μπορούν να αποτραπούν μέσα από αποδεδειγμένα αποτελεσματικά και ασφαλή εμβόλια.

Δυστυχώς, η πανδημία έφερε και πολύ μεγάλη μείωση των εμβολιασμών, αφήνοντας χιλιάδες παιδιά στη χώρα μας εκτεθειμένα σε ιούς και βακτήρια που μπορούν να αποφευχθούν. Τώρα, που μαζί με το δεύτερο κύμα κρουσμάτων ξεκινά και η περίοδος της γρίπης και των φθινοπωρινών λοιμώξεων, είναι άμεση ανάγκη για μια επίσκεψη στον παιδίατρο για την αναπλήρωση των χαμένων εμβολίων, την πραγματοποίηση των προγραμματισμένων και την ενημέρωσή μας για άλλες νόσους που μπορούν να αποδειχθούν από επικίνδυνες έως και θανατηφόρες για τα μικρά μας.

Μία από τις σημαντικότερες απειλές είναι και η Μηνιγγίτιδα Β, ιδιαιτέρως σε μια περίοδο πανδημίας ενός ιού του αναπνευστικού.

Τι είναι η Μηνιγγίτιδα Β;

Πρόκειται για μια εξαιρετικά επικίνδυνη νόσο, που πλήττει κυρίως μωρά, νήπια, εφήβους και νεαρούς ενήλικες. Ένα από τα χαρακτηριστικά που την καθιστούν τόσο απειλητική, είναι η ταχύτητα με την οποία εξελίσσεται, αφού μέσα σε μόλις 24 ώρες από την έναρξη τον συμπτωμάτων είναι ικανή να προξενήσει μόνιμες αναπηρίες ή ακόμη και το θάνατο. Είναι χαρακτηριστικό ότι περίπου 1 στα 5 περιστατικά μηνιγγίτιδας μπορεί να έχει σοβαρές επιπλοκές.

Ποιος κινδυνεύει περισσότερο;

Όπως οι περισσότεροι μικροοργανισμοί, έτσι και ο μηνιγγιτιδόκοκκος δεν κάνει διακρίσεις. Ούτε τοπικές, αφού τους τελευταίους μήνες έχουν καταγραφεί κρούσματα σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας, ούτε ηλικιακές, από τη στιγμή που είναι ικανή να προσβάλει παιδιά όλων των ηλικιών. Ωστόσο, οι πιο ευάλωτες ηλικιακές ομάδες είναι τα βρέφη και τα νήπια, ενώ ακολουθούν οι έφηβοι και οι νεαροί ενήλικες. Τα βρέφη κάτω του ενός έτους διατρέχουν τον μεγαλύτερο κίνδυνο από κάθε άλλη ηλικιακή ομάδα, με τα νήπια ενός έως 4 ετών να ακολουθούν αμέσως μετά.

Πώς μπορούμε να την αναγνωρίσουμε;

Το μεγαλύτερο πρόβλημα, είναι ότι ουσιαστικά δεν μπορούμε. Τα πρώτα της συμπτώματα θυμίζουν τη γρίπη και άλλες συνηθισμένες λοιμώξεις των παιδιών: Υψηλός πυρετός, πονοκέφαλος, αυχενική δυσκαμψία, εμετός, φωτοφοβία, αιμορραγικό εξάνθημα. Έτσι, η πρώτη εικόνα που αποκομίζουν οι γονείς είναι πως πρόκειται για μια «απλή ίωση» που απλώς θα «κάνει τον κύκλο της». Σε συνδυασμό με τη ραγδαία εξέλιξη που έχει σε πολλές περιπτώσεις η νόσος, τα αποτελέσματα σε πολλές περιπτώσεις αποδεικνύονται καταστροφικά.

Πώς μπορώ να προστατεύσω το μικρό μου;

Το μόνο εργαλείο που έχουμε στη διάθεσή μας για να κρατήσουμε τα παιδιά μας ασφαλή από τη Μηνιγγίτιδα Β είναι ο εμβολιασμός, αφού το βακτήριο που την προκαλεί είναι ιδιαιτέρως συνηθισμένο. Συγκεκριμένα, το φέρει ασυμπτωματικά ένας στους 10 ενήλικες, ο οποίος μπορεί να το μεταφέρει εν αγνοία του στα νεαρά μέλη της οικογένειάς του, μέσα από απλές καθημερινές κινήσεις, όπως το φιλί, ο βήχας και το φτέρνισμα.

Από ποια ηλικία μπορεί να εμβολιαστεί κατά της Μηνιγγίτιδας Β;

Ο εμβολιασμός κατά της Μηνιγγίτιδας Β μπορεί να ξεκινήσει από την ηλικία των δύο μηνών και άνω. Είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι ο εμβολιασμός κατά των άλλων τύπων μηνιγγίτιδας – που επίσης είναι απαραίτητος – δεν προσφέρει προστασία και από τη Μηνιγγίτιδα τύπου Β.