«Η καλύτερη χειρότερη μέρα της ζωής σου» του Κορτώ είναι ένα βιβλίο που όταν το αρχίσεις είναι αδύνατον να το διακόψεις πριν φτάσεις στο τέλος του.

Η προσωπική μάχη του Αύγουστου Κορτώ με την κατάθλιψη περνάει μέσα από τις σελίδες όχι εν είδει ημερολογίου, αλλά σαν ένα εγχειρίδιο για πάσχοντες και μη.

Σοκαριστικός σε πολλά σημεία, αισιόδοξος σε άλλα, μα πάνω από όλα με χιούμορ και την μοναδική ικανότητα αυτοσαρκασμού που τον διακρίνει, ο Κορτώ ξεκινάει από την τελευταία απόπειρα αυτοκτονίας που έκανε και ξετυλίγει ένα κουβάρι με πολλούς κόμπους και πισωγυρίσματα.

Κλωστή εύθραυστη όσο και γερή που ενώνει την επιθυμία για τη ζωή με τον θάνατο, μια επιθυμία που είναι τελικά πιο δυνατή από όσο και οι πάσχοντες με κατάθλιψη μπορούν να φανταστούν.

Ο Αύγουστος Κορτώ, κατά κόσμον Πέτρος Χατζόπουλος, κάνει και αυτή τη φορά ένα βήμα παραπάνω. Εκτίθεται με όλο του το είναι και προβάλλει ένα θέμα ακόμα ταμπού.

Μετά την συγκλονιστική «Κατερίνα», που έγινε παράσταση και παίζεται ξανά και ξανά σε γεμάτα θέατρα, ο Κορτώ συναντιέται πάλι με την κατάθλιψη σε μια άλλη βάση, λιγότερο μυθιστορηματική μα συνάμα συναρπαστική.

Και αν η αυτοκτονία της μητέρας του με την οποία ξεκινάει η «Κατερίνα» είναι πολύ σκληρή, η δική του τελευταία απόπειρα -μια απεγνωσμένη κραυγή για βοήθεια- σου σφίγγει το στομάχι από τις πρώτες κι όλα λέξεις του βιβλίου.

«Το κίνητρο της βιωματικής αφήγησης είναι σχεδόν πάντα η αναμέτρηση, ο εξορκισμός του τραύματος» μου λέει ο ίδιος και υπό αυτή την έννοια η νίκη του αυτή τη φορά είναι ακόμα μεγαλύτερη. Νίκη προσωπική, ικανή όμως να βοηθήσει και να εμπνεύσει. Και αυτό είναι το καλύτερο εφόδιο για την επόμενη μάχη.

Στο τελευταίο σου βιβλίο καταπιάνεσαι με ένα πολύ ευαίσθητο θέμα για την ελληνική κοινωνία. Πώς πήρες αυτή την απόφαση;

Ήταν κάτι που προέκυψε σχεδόν αυτόματα: απ’ τη μια η ανάγκη να καταγράψω σκέψεις και παρατηρήσεις χρόνων γύρω απ’ την αρρώστια που έχει σημαδέψει τη ζωή μου, κι απ’ την άλλη το στίγμα της ψυχικής νόσου, που παραμένει κραταιό. Η καραντίνα – το αίσθημα εγκλεισμού, η διάχυτη απειλή της πανδημίας – μου έδωσαν την τελική ώθηση.

Είναι ακόμα ταμπού η κατάθλιψη στην Ελλάδα;

Μιλώ καθημερινά με καταθλιπτικούς κι αγαπημένα πρόσωπα καταθλιπτικών, κι είναι θλιβερό – τραγικό – το πόσο συχνά σκοντάφτει η θεραπεία στην άρνηση, την παρερμηνεία, τη σκόπιμη, πεισματική δαιμονοποίηση του ψυχιάτρου ή των φαρμάκων. Είναι αδιανόητο: άνθρωποι που νοσούν, και δεν μπορούν να λάβουν βοήθεια, διότι η ανατροφή ή ο περίγυρος δεν τους αφήνουν καν να αποδεχτούν την κραυγαλέα πραγματικότητα της αρρώστιας.

Το να μιλάς ανοιχτά για ένα τέτοιο ζήτημα βοηθάει τους ανθρώπους που πάσχουν;

Έτσι θέλω να ελπίζω. Ότι, διαβάζοντας το βιβλίο μου, ή μια ανάρτηση, νιώθουν λιγότερο μόνοι. Ότι ίσως πουν, αφού τα κατάφερε αυτός, με τόσο βαρύ ιστορικό, με απόπειρες, ψυχωσικά επεισόδια και δεν συμμαζεύεται, θα τα καταφέρω κι εγώ. Και ένας να το σκεφτεί, είμαι ευτυχής.

Το βιβλίο ξεκινά με την τελευταία απόπειρα αυτοκτονίας που έκανες. Τώρα που το βλέπεις από απόσταση ήταν ένας τρόπος να αναζήτησεις λύτρωση ή θεραπεία;

Στη συντριπτική τους πλειονότητα, οι απόπειρες αποτυγχάνουν – εσκεμμένα ή ασυναισθήτως – κι άρα μπορούν να εκληφθούν, πέρα απ’ την πεισιθάνατη παρόρμηση, ως κραυγές για βοήθεια. Εγώ είχα πιάσει πάτο, νόμιζα στ’ αλήθεια ότι ήθελα να πεθάνω – και φυσικά, μόλις πήρα τα χάπια, το μετάνιωσα. Ακόμα κι εκείνη τη ζοφερή στιγμή, η σπίθα της ελπίδας, της ζωής, αρνιόταν να σβήσει.

Πριν μερικά χρόνια έγινε η «Κατερίνα» σου και δική μας αγαπημένη στις σελίδες αλλά στη σκηνή. Οι προσωπικές αφηγήσεις αγαπιούνται πάντα από το κοινό. Η αλήθεια είναι πάντα ένας τρόπος να φτάσεις στην καρδιά κάποιου;

Είναι μεγάλος μαγνήτης η αληθινή ιστορία, η σκέψη ότι διαβάζεις τη ζωή ενός ανθρώπου που έζησε όντως, που πέρασε αυτά ακριβώς τα πάθη – αλλά το κίνητρο της βιωματικής αφήγησης είναι σχεδόν πάντα η αναμέτρηση, ο εξορκισμός του τραύματος. Η Κατερίνα, πληθωρική κι αγαπησιάρα καθώς ήταν στη ζωή, αγαπήθηκε και μετά θάνατον. Μακάρι να το ’ξερε.

Στο βιβλίο αναφέρεις συχνά την βοήθεια του συντρόφου σου αλλά και των στενών σου φίλων. Η αγάπη τους μπορούν να βοηθήσουν ένα άνθρωπο που πάσχει από κατάθλιψη;

Είναι ανεκτίμητη κι αναντικατάστατη η αγάπη κι η στήριξη των οικείων. Ωστόσο, παρ’ όλη τη δύναμη που μπορούν να σου δώσουν, δεν υποκαθιστούν τον ψυχίατρο, και στην τελική, αν σ’ έχει διαλύσει η αρρώστια, δεν μπορούν να σε κάνουν καλά – με τον ίδιο τρόπο που το κάταγμα δεν θα δέσει με χάδια, αν δεν επέμβει ο ορθοπεδικός.

Προχωρώντας τις σελίδες συνειδητοποιείς ότι ακόμα και δεν είσαι καταθλιπτικός η ζωή σου έχει πολλές ομοιότητες με τη ζωή του καθενός. Ήταν στόχος του βιβλίου να μάθουν από την εμπειρία σου πράγματα και οι αναγνώστες που δεν πάσχουν;

Η κατάθλιψη δεν είναι επ’ ουδενί κάτι το σπάνιο ή το εξωτικό. Εκατοντάδες επιφανείς μορφές της ιστορίας διάβηκαν τα σκοτεινά της βάθη. Ήθελα το βιβλίο αυτό να λειτουργεί ως ξενάγηση: έτσι είναι ο χρόνος μας, η σωματική πλευρά της αρρώστιας μας, η κάθε μας μέρα, η ζωή μας.

Η τέχνη λένε συχνά ότι είναι διέξοδος. Στην πραγματικότητα οι καλλιτέχνες βρίσκουν ένα ισχυρό «φάρμακο» στην δημιουργία ή μπορεί αυτή να τους στοιχειώσει περισσότερο;

Η τέχνη δεν δύναται να βλάψει τον δημιουργό της – είναι μια συνθήκη λύτρωσης, ένας αμυντικός μηχανισμός, μια δεύτερη ζωή. Απ’ την άλλη, ούτε μπορεί να θεραπεύσει μαγικά την αρρώστια – ειδάλλως η Σύλβια Πλαθ, με τόσο δυνατή ποιητική φλέβα, θα έκλεινε φέτος τα ογδόντα οχτώ.

Φοβήθηκες ποτέ την έκθεση. Είτε γράφοντας για την Κατερίνα είτε μέσω των αναρτήσεων σου στο social media. Σκέφτηκες ποτέ ότι μπορεί κάποιος να σου επιτεθεί για ζητήματα τόσο προσωπικά;

Το καλό με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι ότι μπορείς να απαλλαγείς πανεύκολα απ’ τους ανθρώπους που – για τους δικούς τους λόγους – σε αποστρέφονται. Έχω φάει πολλή βρομιά στο παρελθόν, αλλά τι απόμεινε από δαύτην; Τίποτα.

Πρόσφατα είπες πώς ο αγαπημένος σου συγγραφέας είναι ο Τσιφόρος. Εντυπωσιάστηκα καθώς περίμενα κάποιον πιο “καταραμένο” συγγραφέα. Μου αιτιολογείς την προτίμησή σου αυτή;

Επιστρέφω στον Τσιφόρο για την αφηγηματική του δεινότητα, την ευρυμάθεια – τη σοφία του – μα πάνω απ’ όλα για το δαιμόνιο, αγέραστο χιούμορ του. Μακάρι το ευγενές μέταλλο της ευθυμίας να ήταν πιο δημοφιλές στη λογοτεχνική κριτική, μακάρι να διάβαζαν τα πιτσιρίκια στα σχολεία την Ελληνική μυθολογία. Ας είναι – ο Τσιφόρος, μισόν αιώνα απ’ τον θάνατό του, εξακολουθεί να διαβάζεται, και να χαρίζει γάργαρο γέλιο.

«Πως να συγκρατήσεις την αγάπη; Ακόμα και στην υπερβολή της δεν μπορεί να βλάψει. Μπορεί;». Τελικά μπορεί να βλάψει η αγάπη;

Νομίζω πως ναι. Αλλά και τι να κάνεις;