Κοίταξε τον θάνατο κατάματα από τα έξι του χρόνια. Μεγάλωσε με έναν φόβο που του έδειχνε όσα πρέπει να προσπερνά και εκείνα που πρέπει ν’ αφήνει πίσω. Είναι το μεγάλο δώρο της ζωής του και όχι το μοναδικό.

Τον χώρο όπου βρισκόμαστε, τώρα τον δημιουργήσατε;

Η εταιρεία παραγωγής υπήρχε, αλλά η στελέχωση έγινε κατά την περίοδο της καραντίνας. Αποφασίσαμε με τη Μαρία (σ.σ.: Κορινθίου, τη σύζυγό του) να πάρουμε λίγο τα πράγματα στα χέρια μας και να αφοσιωθούμε δημιουργικά σε αυτά που θέλουμε και αγαπάμε.

Ποια είναι αυτά;

Εγώ έχω αναλάβει τα σκηνοθετικά, τα βίντεο και οτιδήποτε άλλο έχει να κάνει με την παραγωγή και η Μαρία ό,τι συνδέεται με τα φωτογραφικά, με τα περιοδικά, τα δύο Free Press που εκδίδουμε. Επειτα από 20 χρόνια που είμαστε στον χώρο, και εγώ και εκείνη κουραστήκαμε να περιμένουμε ένα αποτέλεσμα μιας διαφήμισης, π.χ., για να δούμε το εικαστικό μέρος, να κυνηγάς τους συνεργάτες κ.λπ. Οπότε αποφασίσαμε να αναλάβουμε εμείς.

Δεν σας αποσυντονίζει από τις καλλιτεχνικές σας δραστηριότητες;

Οι καλλιτέχνες είναι αποδοτικοί όταν ασχολούνται και δημιουργούν. Οι συνεργάτες μας είναι νέα παιδιά, ταλαντούχα, με τους οποίους έχουμε καλλιτεχνικά και εικαστικά τον ίδιο στόχο.

Απαντήσατε πολύ δυναμικά στην καθήλωση που επέβαλε, ιδιαίτερα στον χώρο σας, η πανδημία.

Σε λίγες μέρες κλείνουμε έναν χρόνο με κλειστά θέατρα. Δεν μπορώ να θεωρήσω ότι οι λίγες μέρες που άνοιξαν το καλοκαίρι με τους περιορισμούς λειτούργησαν. Εχω δύο παραστάσεις που σκηνοθετώ σε παύση – το «Κι εγώ σ’ αγαπώ» του Ντακ Λούσι, το οποίο είχε επιτυχία και πήγαινε για δεύτερη χρονιά, και το έργο του Μάρτιν ΜακΝτόνα «Lonely West» που ήταν προγραμματισμένο ν’ ανέβει σε σκηνοθεσία Σωτήρη Χατζάκη και λόγω των συνθηκών δεν προχώρησε. Η κύρια ασχολία μας είναι το θέατρο και εκφραζόμαστε μέσα από αυτό.

Θα συμφωνήσετε όμως ότι είστε καταχωρισμένος ως τηλεοπτικό πρόσωπο.

Σαφώς και η τηλεόραση μου έδωσε ρόλους ζεν πρεμιέ και πρωταγωνιστή. Δεν έχω απαίτηση ο κόσμος να γνωρίζει την πορεία που έχω κάνει εκτός τηλεόρασης. Τις ταμπέλες τις βάζουν οι άνθρωποι του σιναφιού μας και όχι ο κόσμος. Είμαι θυμωμένος με αυτό το κομμάτι.

Γιατί;

Διότι όσοι μας κατηγορούσαν για τηλεοπτικούς οι ίδιοι βγαίνουν τώρα και λένε «τι κρίμα που τόσα χρόνια σνομπάρω την τηλεόραση». Βλέπουμε έναν ηθοποιό σε μια παράσταση και λέμε εύκολα ότι δεν ήταν καλός. Ξεχνάμε ότι κάποιος τον καθοδήγησε για να παίξει με τον συγκεκριμένο τρόπο. Οι ηθοποιοί είναι πιόνια και στη θεατρική σκακιέρα τα τοποθετεί ο σκηνοθέτης. Υπάρχουν σκηνοθέτες που θέλουν να αναδειχθούν οι ίδιοι και εκείνοι που θέλουν να αναδειχθούν οι ηθοποιοί.

Υπήρξατε τυχερός στις συνεργασίες σας με τους σκηνοθέτες;

Βεβαίως. Από τον Γιάννη Λαπατά έως τον Μανούσο Μανουσάκη – οι οποίοι ανήκουν σε διαφορετικούς καλλιτεχνικούς δρόμους – έχω πάρει πράγματα. Αυτό άλλωστε με έκανε ν’ αγαπήσω τη σκηνοθεσία. Λατρεύω τον τρόπο του Μανούσου Μανουσάκη. Ποτέ δεν έχει προσβάλει κανέναν και πάντα, αν θέλει να πει κάτι, έρχεται στο αφτί του ηθοποιού. Συνεργάστηκα όμως και με σκηνοθέτες που ήταν πολύ αυστηροί μέχρι να πάρουν αυτό που θέλουν. Αυτό δεν είναι κακό, αρκεί να μην ξεπερνιούνται τα όρια.

Πότε ξεπερνιούνται τα όρια;

Σίγουρα όταν χρησιμοποιείς βία λεκτική ή σωματική.

Με πήγατε στη σκοτεινή πλευρά του θεάτρου.

Ο κάθε σκηνοθέτης έχει τον χαρακτήρα του και την ταυτότητά του. Ποτέ δεν δικαιολογείται η σωματική ή η λεκτική βία. Είναι απλά τα πράγματα, ξέρουμε με ποιους θέλουμε να συνεργαστούμε και με ποιους όχι. Ο χώρος είναι τόσο μικρός, που οτιδήποτε κι αν συμβεί σίγουρα θα ακουστεί.

Ολα αυτά που ήρθαν στο φως της δημοσιότητας, η σεξουαλική κακοποίηση, οι παρενοχλήσεις, η λεκτική και η σωματική βία, τα γνωρίζατε;

Δεν με εξέπληξαν όταν αποκαλύφθηκαν. Ενιωσα βέβαια έκπληξη για το μέγεθός του και κυρίως για τις περιπτώσεις των σεξουαλικών κακοποιήσεων. Ακούγονταν πολλά, αλλά ποιος είναι αυτός που μπορεί να πάει να καταθέσει ως μάρτυρας αν δεν το έχει δει μπροστά του;

Εσείς έχετε δεχθεί σεξουαλική παρενόχληση;

Ημουν τυχερός γιατί με δύο επεισόδια έγινα πρωταγωνιστής, ενώ ήμουν ακόμη στη σχολή. Μπορούσα να διαχειριστώ ως άνθρωπος, ως χαρακτήρας και ως προσωπικότητα τέτοιες καταστάσεις, με όποιο τίμημα και αν υπήρχε. Και, πίστεψέ με, υπήρξε και τίμημα. Εχω δεχθεί. Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην έχει υποστεί, λεκτικά τουλάχιστον, σεξουαλική παρενόχληση. Στην απειλή θ’ αντιδράσουμε με απειλή.

Σας κόστισε αυτό;

Σαφώς. Συγκεκριμένοι άνθρωποι δεν με προτίμησαν να δουλέψω μαζί τους σε παραστάσεις που κάποιοι τις θεωρούν κουλτούρα. Επικρατεί η σκέψη: «Αυτόν δεν μπορώ να τον γαλουχήσω. Ας πάρω κάποιον που είναι πιο ευάλωτος και μπορεί να ενδώσει».

Αυτό δεν εμπεριέχει βία; Είναι ένας έμμεσος εκβιασμός.

Εγώ θα τον χαρακτήριζα και άμεσο, διότι στα επόμενα χρόνια σού αποκλείονται πράγματα που θα μπορούσες να κάνεις.

Υπήρξε στιγμή που αμφισβητήσατε τον εαυτό σας εξαιτίας των αποκλεισμών και της εικόνας του ωραίου της τηλεόρασης που κουβαλούσατε;

Θα ήταν άδικο να το κάνω. Εχω εμπιστοσύνη στον εαυτό μου και δεν θα επέτρεπα ποτέ και σε κανέναν να με αποκλείσει από αυτό που αγαπάω περισσότερο στη ζωή μου. Ευτυχώς βρέθηκαν άνθρωποι στην πορεία μου στο ξεκίνημά μου. Μου δίδαξαν τι σημαίνει ηθοποιός και τι σημαίνει ήθος. Ενας από αυτούς είναι ο Θανάσης Βέγγος. Είχα την τιμή για έναν χρόνο να παίξω μαζί του στο σίριαλ της Κάκιας Ιγερινού «Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου», όπου υποδυόταν τον παππού μου. Με τις συζητήσεις του, τον τρόπο που συμπεριφερόταν, με τη ζωή του. Μην ξεχνάμε ότι πολλοί τον είχαν αμφισβητήσει. Υπήρξε ένας πολύ μεγάλος ηθοποιός και σπουδαίος άνθρωπος. Θυμάμαι ένα περιστατικό όταν δούλευα στην παράσταση «Μπαμπά, μην ξαναπεθάνεις Παρασκευή». Ερχεται κάποιος από τους εργαζομένους και με ρωτάει αν δουλεύω με τον Θανάση.

Οταν του είπα «ναι», άρχισε να κλαίει γοερά. Μου μίλησε για την εποχή που έκλεισε το θέατρό του ο Θανάσης, το 1981. Μου είπε συγκεκριμένα: «Το παιδί μου έπρεπε να κάνει μια εγχείρηση πολύ σοβαρή. Τότε λοιπόν, που δεν είχε μία στην τσέπη του, ο Θανάσης μού χτύπησε την πόρτα μια μέρα και μου έδωσε έναν φάκελο με 300.000 δραχμές. Ετσι έσωσα το παιδί μου». Θυμάμαι επίσης, σε μια σκηνή ενός γυρίσματος έπρεπε να πω στη Λίνα Σακκά χωρίς λόγια «μη μιλάς, θα τα πούμε μετά». Πετάγεται τότε ένας συνάδελφος – ήταν μπροστά και ο Θανάσης – και λέει «Αϊβάζη, όταν δεν μιλάς, παίζεις πολύ καλύτερα». Αυτομάτως γυρνάει και λέει «γιατί, κύριε συνάδελφε, εσείς θεωρείτε ότι παίζετε καλύτερα από τον κύριο Αϊβάζη;». Μου έκανε εντύπωση γιατί ποτέ δεν έπαιρνε θέση.

Είστε τυχερός, αν και από μικρός η ζωή σάς έδειξε και το άγριο πρόσωπό της.

Στα έξι μου χρόνια οι γιατροί διέγνωσαν μια μορφή καρκίνου – δεν μου αρέσει να λέω αυτή τη λέξη – και οι πιθανότητες να ζήσω ήταν ελάχιστες. Το ξεπέρασα και προχώρησα. Αλλά έγραψε μέσα μου.

Τι θυμάστε από εκείνη την εποχή;

Τα πάντα. Θυμάμαι την πρώτη μέρα που πήγα στο νοσοκομείο, παιδιά που «έφευγαν» από τα διπλανά δωμάτια, παρακεντήσεις επί παρακεντήσεων με πολύ επώδυνους τρόπους, κλάματα, κραυγές. Είναι βαθιά χαραγμένα. Μια μέρα ρώτησα τη μητέρα μου «πού πήγε ο Γιαννάκης;» – ένα παιδάκι που είχα γνωρίσει τότε. Με βγάζει έξω και μου λέει ν’ αφήσω από το χέρι μου το μπαλόνι. Οπως ανέβαινε στον ουρανό, μου δείχνει «εκεί». Ακόμη και σήμερα όταν περνάω έξω από το Αγλαΐα Κυριακού γυρίζω το κεφάλι μου από την άλλη μεριά. Δεν θέλω να κοιτάζω.

Σας καθόρισε;

Κουβαλάω έναν φόβο που μεγεθύνεται όταν ακούω για αρρώστιες. Ομως την ίδια στιγμή αυτός ο φόβος με δυνάμωσε. Κοίταξα τον θάνατο κατάματα από την τρυφερή ηλικία. Μεγαλώνοντας όμως φοβάσαι και εκτιμάς έτσι άλλα. Αυτή η περιπέτεια της υγείας μου μού άφησε μια κώφωση από το ένα αφτί – 60%. Είναι εκεί για να μου θυμίζει τι έχει συμβεί στη ζωή μου. Φαντάσου, όταν είσαι μικρός, να προσπαθεί κάποιος να σου πει ένα μυστικό και εσύ να μην μπορείς ν’ απαντήσεις. Μου ‘χει συμβεί πολλές φορές. Τώρα πια ακούω αυτά που θέλω ν’ ακούσω και δεν ακούω αυτά που δεν θέλω.