Παιδιά και COVID-19. Μια σχέση που, όπως έχουν δείξει τα μέχρι στιγμής δεδομένα, στην πλειονότητα των περιπτώσεων έχει αίσιο τέλος, ωστόσο κάποιες φορές μετατρέπεται σε «επικίνδυνη σχέση». Αποτελεί βέβαια και αυτή μια σχέση ρευστή. Tρανή απόδειξη ότι ενώ μέχρι πρότινος πιστεύαμε πως τα παιδιά βρίσκονται σε γενικό πλαίσιο στο «απυρόβλητο», η νέα ιογενής… είσοδος, το στέλεχος Δέλτα του SARS-CoV-2 που δείχνει να «παίρνει κεφάλι» παγκοσμίως, φαίνεται ότι θέτει πλέον και τις μικρές ηλικίες στο στόχαστρό του.

Μια νέα μελέτη ειδικών των Κέντρων Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων των ΗΠΑ (Centers for Disease Control and Prevention, CDC) – με ελληνική μάλιστα συμμετοχή – σκιαγραφεί τις περιπτώσεις στις οποίες ο νέος κορωνοϊός μπορεί να συνδέεται με μεγαλύτερο κίνδυνο για την υγεία, ακόμη και για τη ζωή, παιδιών και εφήβων ως 18 ετών. Οπως δείχνει η συγκεκριμένη μελέτη που δημοσιεύθηκε προσφάτως στο «JAMA Network Open», παιδιά με συγκεκριμένα υποκείμενα νοσήματα είναι εκείνα που έχουν τις περισσότερες πιθανότητες σοβαρής νόσησης και νοσηλείας εξαιτίας της COVID-19.

Οι ερευνητές καταγράφουν αυτά τα υποκείμενα νοσήματα και εφιστούν την προσοχή των γιατρών ώστε να βρίσκονται σε εγρήγορση όταν έχουν να αντιμετωπίσουν μικρούς ασθενείς με COVID-19 που πάσχουν συγχρόνως από νόσους όπως ο διαβήτης τύπου 1, η παχυσαρκία, το άσθμα, οι συγγενείς καρδιοπάθειες, οι νευροαναπτυξιακές διαταραχές.

Μιλώντας μάλιστα στο ΒΗΜΑ-Science οι συγγραφείς της μελέτης σχολιάζουν και το πολυσυζητημένο αυτή την περίοδο θέμα του εμβολιασμού των παιδιών – και δη των παιδιών με υποκείμενα νοσήματα – ενάντια στον νέο κορωνοϊό.

Εκτενής μελέτη από τους ειδικούς

Στη νέα μελέτη που δημοσιεύθηκε στις 7 Ιουνίου οι ειδικοί των CDC επισημαίνουν εξαρχής ότι «η γνώση μας σχετικά με τη νόσο COVID-19 στα παιδιά είναι περιορισμένη. Μέχρι σήμερα τα περισσότερα παιδιά που μολύνθηκαν από τον SARS-CoV-2 ήταν ασυμπτωματικά ή είχαν ήπια συμπτώματα, ωστόσο κάποια νόσησαν σοβαρά. Προηγούμενες μελέτες είχαν εντοπίσει παράγοντες κινδύνου για σοβαρή νόσηση με COVID-19 στα παιδιά, συμπεριλαμβανομένων της μικρής ηλικίας – παιδιά κάτω του έτους – καθώς και της ύπαρξης κάποιου υποκείμενου νοσήματος, όπως οι συγγενείς καρδιοπάθειες, το άσθμα, η παχυσαρκία, ο διαβήτης ή οι νευρολογικές διαταραχές.

Οι μελέτες αυτές όμως είχαν περιορισμούς όπως το μικρό δείγμα εθελοντών το οποίο επηρέαζε την ικανότητα εξαγωγής στατιστικώς σημαντικών αποτελεσμάτων και η περιορισμένη διάρκεια παρακολούθησης των εθελοντών σε μάκρος χρόνου. Τώρα, χρησιμοποιώντας μια μεγάλη ηλεκτρονική κρατική βάση δεδομένων, περιγράψαμε κοινά υποκείμενα νοσήματα και τη σχέση τους με τον κίνδυνο νοσηλείας ή σοβαρής νόσησης μετά τη νοσηλεία σε παιδιά με COVID-19 που κατέφυγαν στο νοσοκομείο».

Πράγματι η μελέτη των CDC ήταν μια πολύ μεγάλη μελέτη. Οπως εξηγεί στο ΒΗΜΑ-Science η πρώτη συγγραφέας της, δρ Λιουντμίλα Κομπανιγέτς (φωτογραφία αριστερά) από το Τμήμα Απόκρισης στην COVID-19 των CDC στην Ατλάντα, «σε αυτή περιελήφθησαν παιδιά ηλικίας ως 18 ετών τα οποία κατέφυγαν σε αμερικανικά νοσοκομεία από τον Μάρτιο του 2020 ως τον Ιανουάριο του 2021. Τα στοιχεία συνελέγησαν από τη βάση δεδομένων Premier Healthcare Database Special COVID-19 Release, η οποία περιλαμβάνει δεδομένα άνω των 800 αμερικανικών νοσοκομείων».

 

Παράγοντες κινδύνου νοσηλείας…

Στα εκατοντάδες αυτά νοσοκομεία, στο διάστημα των δέκα μηνών που διήρκεσε η μελέτη, έγιναν συνολικά 3.782.157 επισκέψεις παιδιών είτε στα Τμήματα Επειγόντων Περιστατικών είτε εντός κλινικών. Από το σύνολο, 43.465 παιδιά (ποσοστό 1,1%) διαγνώστηκαν με COVID-19 με μέσο όρο ηλικίας τα 12 έτη – τα 22.943 εξ αυτών (52,8%) ήταν κορίτσια και τα 12.491 (28,7%) είχαν κάποιο υποκείμενο νόσημα. Από τα παιδιά που διαγνώστηκαν με τη νόσο που προκαλεί ο νέος κορωνοϊός 4.302 (9,9%) χρειάστηκαν νοσηλεία, εκ των οποίων 1.273 (29,6%) νοσηλεύθηκαν σε ΜΕΘ, 277 (6,4%) χρειάστηκαν μηχανική υποστήριξη της αναπνοής και 38 (0,9%) κατέληξαν.

Οι ερευνητές εντόπισαν συνολικά 18 υποκείμενα νοσήματα στα παιδιά που μελετήθηκαν με συχνότητα εμφάνισης μεγαλύτερη από 0,7%. Τα πιο συχνά υποκείμενα νοσήματα από τα οποία έπασχαν τα παιδιά με COVID-19 ήταν το άσθμα (4.416 παιδιά, 10,2%), οι νευροαναπτυξιακές διαταραχές (1.690 παιδιά, 3,9%), το άγχος και οι αγχώδεις φοβικές διαταραχές  (1.374 παιδιά, 3,2%), η καταθλιπτική διαταραχή (1.209 παιδιά, 2,8%) και η παχυσαρκία (1.071 παιδιά, 2,5%).

Ποια όμως από αυτά τα υποκείμενα νοσήματα φάνηκε να αποτελούν παράγοντες κινδύνου για σοβαρή νόσηση, σύμφωνα με την ανάλυση των ερευνητών των CDC;

 

Η δρ Κομπανιγέτς απαντά ότι από τα 18 υποκείμενα νοσήματα που εντοπίστηκαν στα παιδιά, 12 φάνηκε να συνδέονται είτε με ανάγκη νοσηλείας εξαιτίας της COVID-19 είτε με σοβαρή νόσηση μετά την εισαγωγή στο νοσοκομείο η οποία επέβαλλε εισαγωγή σε ΜΕΘ, μηχανική υποστήριξη της αναπνοής ή συνδεόταν ακόμη και με θάνατο.

Συγκεκριμένα, οι πιο ισχυροί παράγοντες κινδύνου για να χρειαστεί να νοσηλευθεί ένα παιδί με COVID-19 ήταν ο διαβήτης τύπου 1 και η παχυσαρκία, ενώ ακολουθούσαν η επιληψία, οι διαταραχές του στρες, οι νευροαναπτυξιακές διαταραχές, ο διαβήτης τύπου 2, η καταθλιπτική διαταραχή, η υπέρταση και οι φοβικές διαταραχές.

…και ανάπτυξης σοβαρής νόσου

Σε ό,τι αφορούσε τους παράγοντες κινδύνου για σοβαρή νόσηση εξαιτίας της COVID-19 μετά την εισαγωγή στο νοσοκομείο, οι κυριότεροι ήταν ο διαβήτης τύπου 1, οι συγγενείς ανωμαλίες του καρδιαγγειακού συστήματος και η επιληψία. Τη λίστα του κινδύνου συμπλήρωναν η παχυσαρκία, η υπέρταση και οι διαταραχές του ύπνου, συμπεριλαμβανομένης της υπνικής άπνοιας.

Περαιτέρω ανάλυση αποκάλυψε τους παράγοντες κινδύνου με βάση τις διαφορετικές ηλικιακές ομάδες των παιδιών. Συγκεκριμένα, στα παιδιά έως ενός έτους καθώς και στα δίχρονα έως πεντάχρονα παιδιά οι συγγενείς καρδιοπάθειες και άλλες συγγενείς διαταραχές ήταν συχνές (αφορούσαν 306 από το σύνολο των 7.904 παιδιών κάτω του έτους, ήτοι ποσοστό 3,9%, και 84 από τα 5.034 παιδιά δύο έως πέντε ετών, ποσοστό 1,7%) και συνδέονταν με υψηλότερο κίνδυνο σοβαρής νόσησης μετά την εισαγωγή στο νοσοκομείο. «Στα παιδιά κάτω του έτους η προωρότητα ήταν συχνή (6,1% των παιδιών της συγκεκριμένης ομάδας) και φάνηκε να αποτελεί παράγοντα κινδύνου για σοβαρή νόσο. Στα παιδιά ηλικίας 12 έως 18 ετών που χρειάστηκαν νοσηλεία οι παράγοντες κινδύνου για σοβαρή νόσηση ήταν ο διαβήτης τύπου 1, η επιληψία, η παχυσαρκία, η υπέρταση και το άσθμα» σημειώνει η δρ Κομπανιγέτς.

Ο διαβήτης και ο γρίφος του άσθματος

Παρότι οι ερευνητές παραδέχονται ότι αποτελεί περιορισμό της μελέτης τους το γεγονός ότι δεν διερευνήθηκε το γιατί τα συγκεκριμένα υποκείμενα νοσήματα μπορεί να συνδέονται με σοβαρή COVID-19, ανάγκη νοσηλείας ή ακόμη και θάνατο, δίνουν κάποιες άκρως χρήσιμες πιθανές εξηγήσεις για αυτές τις συσχετίσεις.

Οπως γράφουν στη δημοσίευσή τους, «σε ό,τι αφορά τον διαβήτη τύπου 1, η παρατήρησή μας πως αποτελεί παράγοντα κινδύνου για σοβαρή COVID-19 μπορεί εν μέρει να εξηγηθεί από τις επιπλοκές τις οποίες είναι πιθανό να εμφανίσουν παιδιά με τη συγκεκριμένη νόσο εξαιτίας της μόλυνσης με τον SARS-CoV-2. Είναι επίσης πιθανό για τη σύνδεση να ευθύνονται έμμεσα αίτια σχετιζόμενα με την πανδημία όπως η καθυστέρηση στη διάγνωση του διαβήτη, η καθυστέρηση για επίσκεψη στον γιατρό και ο επακόλουθος «φτωχός» γλυκαιμικός έλεγχος στους συγκεκριμένους ασθενείς».

Σχετικά με τις αγχώδεις διαταραχές, την καταθλιπτική διαταραχή και τις νευροαναπτυξιακές διαταραχές στις οποίες περιλαμβάνονται η Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ) καθώς και οι διαταραχές του φάσματος του αυτισμού, οι επιστήμονες των CDC αναφέρουν πως «είναι ασαφές γιατί τα παιδιά με τέτοιες διαταραχές μπορεί να νοσηλεύονται συχνότερα εξαιτίας της COVID-19. Eίναι πιθανό να υπάρχουν άγνωστες επιδράσεις των φαρμάκων που χορηγούνται για αυτά τα υποκείμενα νοσήματα. Επίσης οι γιατροί ίσως νοσηλεύουν πιο συχνά παιδιά με τέτοιες διαταραχές για να τα έχουν υπό πιο στενή παρακολούθηση».

Το άσθμα, υπογραμμίζουν οι ερευνητές, συνεχίζει να αποτελεί «γρίφο» σε ό,τι αφορά τον ρόλο που διαδραματίζει στη βαρύτητα της λοίμωξης από τον νέο κορωνοϊό, όχι μόνο στα παιδιά αλλά και στους ενηλίκους.

 

Οπως τονίζουν, «το άσθμα ήταν η πιο συχνά διαγνωσμένη υποκείμενη νόσος στη μελέτη μας, η οποία φάνηκε να σχετίζεται σημαντικά με τον κίνδυνο νοσηλείας – ωστόσο δεν φάνηκε να συνδέεται με μεγαλύτερο κίνδυνο σοβαρής νόσησης στα νοσηλευόμενα παιδιά, εκτός από όσα ήταν ηλικίας 12 έως 18 ετών. Επίσης τα υπάρχοντα στοιχεία που μαρτυρούν ότι το άσθμα αποτελεί παράγοντα κινδύνου για σοβαρή COVID-19 στους ενηλίκους παραμένουν αντικρουόμενα». Εξίσου «θολή» είναι αυτή τη στιγμή η εικόνα και σε ό,τι αφορά τον ρόλο που διαδραματίζει η παιδική επιληψία στη σοβαρή COVID-19.

Παχυσαρκία και προωρότητα

Ειδική αναφορά κάνει η δρ Κομπανιγέτς στην παχυσαρκία, που τείνει να μετατραπεί σε μια άλλη «πανδημία» (και) στις μικρές ηλικίες. Οπως λέει, «δυστυχώς η παχυσαρκία είναι πολύ κοινή στα παιδιά σήμερα και μπορεί να έχει πλήθος αρνητικών επιδράσεων στην υγεία, όπως η χρόνια φλεγμονή, η αποδυνάμωση του ανοσοποιητικού συστήματος και η υποβόσκουσα καρδιοαναπνευστική νόσος – αυτές οι επιδράσεις μπορούν να εξηγήσουν τον αυξημένο κίνδυνο για τους παχύσαρκους ασθενείς με COVID-19».

Τέλος, σε ό,τι αφορά την προωρότητα η οποία εκτιμάται ότι επηρεάζει ένα στα 10 παιδιά στον ανεπτυγμένο κόσμο, πιθανότατα, κατά τους ερευνητές, σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο νοσηλείας αλλά και σοβαρής νόσησης μετά τη νοσηλεία στα παιδιά καθώς μπορεί να προκαλέσει πλήθος μακροπρόθεσμων προβλημάτων σε πολλά συστήματα του οργανισμού, συμπεριλαμβανομένου του αναπνευστικού συστήματος.

Τα ευρήματα αυτά αποτελούν «καμπανάκι» αλλά και «πυξίδα» για γιατρούς και γονείς. Οπως σημειώνει στο ΒΗΜΑ-Science o ελληνικής καταγωγής δρ Νικόλας Αγάθης (φωτογραφία αριστερά) από το Τμήμα Απόκρισης στην COVID-19 των CDC καθώς και την Υπηρεσία Πληροφοριών για τις Επιδημίες του Κέντρου για την Παρακολούθηση, την Επιδημιολογία και τις Εργαστηριακές Υπηρεσίες των CDC που συμμετείχε στη νέα μελέτη, «τα αποτελέσματά μας μπορούν να βοηθήσουν τους γιατρούς και τους άλλους επαγγελματίες υγείας να εντοπίζουν τα παιδιά που αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο σοβαρής COVID-19 και να βοηθούν σε καθημερινή βάση στην προστασία από την COVID-19 των παιδιών με υποκείμενα νοσήματα αλλά και στη φροντίδα τους εάν εμφανίσουν τη νόσο.

Είναι ζωτικής σημασίας για τους επαγγελματίες υγείας να συνεχίσουν να εκπαιδεύουν τα παιδιά αλλά και τους οικείους τους στο να ακολουθούν τα μέτρα πρόληψης όπως η χρήση μάσκας, η τήρηση αποστάσεων τουλάχιστον δύο μέτρων, το συχνό πλύσιμο των χεριών αλλά και στο να εμβολιάζονται – ανάλογα με τον εμβολιαστικό σχεδιασμό της χώρας τους».

 

Τα παραλλαγμένα στελέχη

Κλείνοντας δεν μπορούμε να μη ρωτήσουμε τους ερευνητές αν η νέα φάση της πανδημίας που διάγουμε, αυτή στην οποία κυριαρχούν πλέον πιο επικίνδυνα στελέχη του SARS-CoV-2, μπορεί να σημάνει και μεγαλύτερο συναγερμό για όλα τα παιδιά, συμπεριλαμβανομένων όσων πάσχουν από υποκείμενα νοσήματα – στοιχεία ήδη δείχνουν ότι το στέλεχος Δ που εκτιμάται ότι σύντομα θα κυριαρχήσει σε πολλές χώρες δείχνει… προτίμηση και στις μικρές ηλικίες. Η δρ Κομπανιγέτς διευκρινίζει ότι «στο πλαίσιο της συγκεκριμένης μελέτης δεν εξετάστηκαν τα διαφορετικά στελέχη του ιού που προσέβαλαν τα παιδιά καθώς τα σχετικά δεδομένα για τα στελέχη δεν ήταν διαθέσιμα. Τα CDC συνεχίζουν να διερευνούν τα παραλλαγμένα στελέχη του νέου κορωνοϊού και τη δυναμική τους σε ό,τι αφορά τις επιδράσεις στη δημόσια υγεία, όπως το αν προκαλούν ηπιότερη ή σοβαρότερη νόσο σε όλες τις ηλικίες. Συνεχίζουν επίσης να μελετούν την επίδραση του εμβολιασμού στην πανδημία του νέου κορωνοϊού».

Καθώς 1 στα 4 παιδιά εκτιμάται ότι εμφανίζει κάποιο χρόνιο νόσημα, η μελέτη των επιστημόνων των CDC αφορά πολλούς, δικαιολογημένα αγχωμένους μέσα στον πανδημικό κυκεώνα, γονείς.

Τι πρέπει να γίνει με τον εμβολιασμό

Το τελευταίο διάστημα τίθεται παγκοσμίως επί τάπητος το ενδεχόμενο εμβολιασμού των παιδιών ενάντια στον νέο κορωνοϊό, ειδικά τώρα που το άκρως μεταδοτικό στέλεχος Δέλτα του ιού «τρέχει» με ιλιγγιώδεις ρυθμούς και δεν φαίνεται να αφήνει αλώβητες ούτε τις μικρές ηλικίες – είναι χαρακτηριστικό ότι και στη χώρα μας, μέχρι τη στιγμή που γράφονταν αυτές οι γραμμές, η Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων όδευε προς σύσταση για εμβολιασμό όλων των εφήβων ηλικίας 15-17 ετών καθώς και των παιδιών 12 ετών και άνω με υποκείμενα νοσήματα. Τι πιστεύουν επί του θέματος οι ερευνητές των CDC; Θα έπρεπε ίσως να εμβολιαστούν ενάντια στον SARS-CoV-2 όλα τα παιδιά με τα υποκείμενα νοσήματα που έδειξε η μελέτη τους;

Η δρ Κομπανιγέτς απαντά πως «παρότι η μελέτη μας δεν προχωρεί σε συστάσεις σχετικά με την κατεύθυνση που πρέπει να λάβει ο εμβολιασμός, παρέχει πληροφορίες για τα υποκείμενα νοσήματα των παιδιών οι οποίες μπορούν να βοηθήσουν στην προσπάθεια για πρόληψη και για εμβολιασμό με στόχο την προάσπιση της δημόσιας υγείας. Αυτή τη στιγμή τα CDC συστήνουν εμβολιασμό σε όλα τα άτομα ηλικίας 12 ετών και άνω προκειμένου να προστατευθούν από την COVID-19. Παράλληλα και τα μέτρα προστασίας όπως η χρήση μάσκας και η κοινωνική αποστασιοποίηση είναι πολύ σημαντικά για τα παιδιά τα οποία δεν είναι υποψήφια αυτή τη στιγμή για εμβολιασμό με βάση τα εμβολιαστικά προγράμματα ή για όσα ο εμβολιασμός δεν συστήνεται εξαιτίας συγκεκριμένων προβλημάτων υγείας – εξίσου σημαντικά είναι αυτά τα μέτρα και για τις στενές επαφές των παιδιών».

Έντυπη έκδοση Το Βήμα