Μπορεί τα τελικά αποτελέσματα από την απογραφή να αργήσουν να δημοσιευθούν – αν και την άνοιξη θα έχουμε μια πρώτη εκτίμηση για τον συνολικό πληθυσμού της χώρας -, ωστόσο οι δημογραφικές προβολές των επιστημόνων δεν δίνουν μεγάλα περιθώρια για… χαμόγελα σε ό,τι αφορά τις γεννήσεις.

Η πρόσφατη έκδοση της ΕΛΣΤΑΤ για τις συνθήκες διαβίωσης στην Ελλάδα αποτυπώνει τα… σκαμπανεβάσματα που σημείωσαν οι γεννήσεις από το 2009 έως και το 2020. Είναι ενδεικτικό πως το 2009 καταγράφηκαν 117.933 γεννήσεις, για να φτάσουμε 10 χρόνια αργότερα, το 2019, στις 83.763 γεννήσεις. Παρά την πτωτική πορεία, το 2020 οι γεννήσεις σημείωσαν μικρή άνοδο και έφτασαν στις 84.767.

Προσφυγικό

Οπως εξηγεί στα «ΝΕΑ» ο καθηγητής Δημογραφίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Βύρων Κοτζαμάνης, η μικρή αυτή αύξηση οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο προσφυγικό.

«Είναι κάτι που βλέπουμε να συμβαίνει ιδίως από το 2016 και μετά. Ο αριθμός των γυναικών σε αναπαραγωγική ηλικία από λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες που βρίσκονται τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας και θα παραμείνουν εδώ έχει αυξηθεί. Ακόμη κι αυτό, όμως, δεν είναι αρκετό για να ανακόψει την πτωτική πορεία που θα έχουν οι γεννήσεις τα επόμενα χρόνια».

Εκτιμάται πως ο αριθμός των γεννήσεων για τη χρονιά που μόλις πέρασε θα κυμανθεί στα ίδια επίπεδα – περί τις 85.000.

Μάλιστα, ακόμη κι εκείνοι που πίστευαν πως η πανδημία θα φέρει έκρηξη γεννήσεων έπεσαν έξω, καθώς κάτι τέτοιο δεν καταγράφηκε στους δείκτες. Αλλωστε, όπως επισημαίνουν οι δημογράφοι, δεν έχει υπάρξει αύξηση γεννήσεων σε περιόδους πανδημίας ή κρίσεων.

«Ακόμη κι αν δούμε σε ένα ή δύο χρόνια κάποια μικρή αύξηση στις γεννήσεις, αυτή θα οφείλεται στο γεγονός ότι κάποια ζευγάρια, ακριβώς επειδή υπάρχει η πανδημία του κορονοϊού, ανέβαλαν την απόκτηση ενός παιδιού και μπορεί να προσπαθήσουν το αμέσως επόμενο διάστημα» προσθέτει ο καθηγητής.

Οπως σημειώνει, με δημογραφικές προβολές που έχει πραγματοποιήσει, οι γεννήσεις το 2030 με 2040 θα κυμαίνονται – στην περίπτωση που δεν συμβεί κάτι συνταρακτικό – μεταξύ 75.000 και 80.000 σε ετήσια βάση.

Αναπαραγωγική ηλικία

Σημαντικός παράγοντας, πάντως, που συμβάλλει στην πτωτική τάση των γεννήσεων, είναι το πλήθος των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας στη χώρα μας που μειώνεται και θα συνεχίσει να μειώνεται τις αμέσως επόμενες δεκαετίες, εάν δεν υπάρξουν σημαντικές αλλαγές – εάν, δηλαδή, δεν έχουμε εκ νέου μια μαζική είσοδο νέων αλλοδαπών.

Είναι ενδεικτικό πως οι γυναίκες, ηλικίας 20-44 ετών από 1,96 εκατομμύρια το 2010 μειώθηκαν σε 1,61 εκατομμύρια το 2021. Παράλληλα, όμως, φθίνει και η γονιμότητα των γενεών.

Η γονιμότητα των γενεών μετά τον Πόλεμο, το 1950 – 1960 ήταν κοντά στο 2 (μέσος όρος παιδιών που θα γεννήσει μια γυναίκα κατά τη διάρκεια της ζωής της). Το 2019, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, ο δείκτης αυτός έπεσε στο 1,3. Αλλωστε, υπολογίζεται πως μία στις πέντε γυναίκες της γενιάς του ’80 δεν θα κάνει καθόλου παιδιά.

Περιβάλλον

«Στη χώρα μας όπως και στις περισσότερες χώρες της Νότιας Ευρώπης δεν υπάρχει ένα ευνοϊκό για την οικογένεια και το παιδί περιβάλλον, σε αντίθεση με το πλαίσιο που υπάρχει στη Βόρεια Ευρώπη, κυρίως στις σκανδιναβικές χώρες και τη Γαλλία. Η μείωση στις γεννήσεις θα μπορούσε να αντισταθμισθεί μερικώς εάν οι νεότερες γενεές αρχίσουν να κάνουν όλο και περισσότερα παιδιά απ’ όσα έκαναν οι γονείς τους. Και παράλληλα αν αρχίσουν να τα κάνουν σε όλο και μικρότερη ηλικία» υπογραμμίζει ο Βύρων Κοτζαμάνης.

Τέλος, όπως προκύπτει από την έκδοση της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής «Συνθήκες διαβίωσης στην Ελλάδα» που δημοσιεύθηκε τον περασμένο μήνα, η μέση ηλικία της ελληνίδας μητέρας κατά την απόκτηση του πρώτου της παιδιού από 30,2 έτη που ήταν το 2008 ανέβηκε στα 31,7 έτη το 2019.