Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat,, σχεδόν το 25% των νοικοκυριών στην ΕΕ είχαν τουλάχιστον 1 παιδί το 2024. Από σχεδόν 202 εκατομμύρια ιδιωτικά νοικοκυριά, το 23,6% περιελάμβανε παιδιά (λίγο λιγότερο από το ένα τέταρτο), ενώ το 76,4% όχι.

Τα υψηλότερα ποσοστά οικογενειών με παιδιά καταγράφηκαν στη Σλοβακία (35,6%), την Ιρλανδία (31,0%) και την Κύπρο (28,6%).

Αντίθετα, τα χαμηλότερα ποσοστά καταγράφηκαν στη Φινλανδία (18,0%), τη Λιθουανία (19,6%) και τη Γερμανία (20,1%).

Οικογένειες: Το 1 παιδί είναι η πιο συνηθισμένη επιλογή

Την ίδια χρονιά, σχεδόν τα μισά (49,8%) των νοικοκυριών με παιδιά στην ΕΕ είχαν 1 παιδί, το 37,6% είχε 2 παιδιά και το 12,6% είχε 3 ή περισσότερα παιδιά. Τα νοικοκυριά με 1 παιδί ήταν τα πιο κοινά σε όλες τις χώρες της ΕΕ, εκτός από την Ολλανδία, όπου το ποσοστό των νοικοκυριών με 2 παιδιά ήταν υψηλότερο.

Τα νοικοκυριά με 3 ή περισσότερα παιδιά ήταν λιγότερα σε όλες τις χώρες της ΕΕ. Το ποσοστό τους ανάμεσα σε όλα τα νοικοκυριά με παιδιά κυμαινόταν από 20,6% στην Ιρλανδία, 18,1% στη Σουηδία και 17,4% στη Φινλανδία, έως 6,2% στην Πορτογαλία, 6,4% στη Βουλγαρία και 7,6% στην Ιταλία.

Αυτά τα δεδομένα υπογραμμίζουν τις διαφορετικές δημογραφικές και κοινωνικές συνθήκες που επικρατούν σε κάθε χώρα, επηρεάζοντας το μέγεθος των οικογενειών και τις προτιμήσεις των ζευγαριών όσον αφορά την απόκτηση παιδιών.

Τι συμβαίνει στην Ελλάδα

Σύμφωνα με τα νεότερα στοιχεία μόλις ένα στα τέσσερα ελληνικά νοικοκυριά είχαν παιδιά (1,046 εκατ. ή το 25,7% των συνολικά 4,073 εκατ.). Από αυτά σχεδόν τα μισά ( 482.000 ή το 46%) είχαν μόνο ένα παιδί. Αντίστοιχα, στην ΕΕ το 23,6% των νοικοκυριών είχαν παιδιά και από αυτά περίπου το 50% ήταν με ένα παιδί.

Οι οικογένειες με δύο παιδιά στην Ελλάδα ανέρχονταν σε 406.000 ή 39% των νοικοκυριών με παιδιά, ενώ οι οικογένειες με τρία παιδιά αντιστοιχούσαν σε 158.400 ή στο 15%.

Φορολογική μεταχείριση

Το δημογραφικό πρόβλημα επηρεάζει βαθιά την ελληνική οικονομία και η αντιμετώπισή του απαιτεί συνδυασμό οικονομικών κινήτρων και κοινωνικών μεταρρυθμίσεων. Σύμφωνα με πρόσφατες αναλύσεις η ανεργία (διψήφιο ποσοστό για μητέρες σε μονογονεϊκές οικογένειες) και οι χαμηλοί μισθοί αποθαρρύνουν την τεκνοποίηση. Το υψηλό κόστος διαβίωσης και η έλλειψη προσιτής στέγασης δυσχεραίνουν τη δημιουργία οικογένειας.

Όπως αναφέρουν έρευνες από διεθνείς οργανισμούς, στη χώρα μας δεν υπάρχει ευνοϊκό περιβάλλον για την οικογένεια και το παιδί. Οι δαπάνες για οικογενειακές πολιτικές βρίσκονται σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα από τον μέσο όρο της ΕΕ, τόσο ως ποσοστό του ΑΕΠ όσο και σε κατά κεφαλήν όρους.

Η φορολογική μεταχείριση των νοικοκυριών με παιδιά στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα στοιχεία του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), παρουσιάζει υψηλότερο φορολογικό βάρος σε σχέση με τον μέσο όρο των χωρών-μελών, περιορίζοντας την οικονομική στήριξη των οικογενειών και επιδεινώνοντας το δημογραφικό πρόβλημα.

Το 2023, ο φορολογικός συντελεστής (tax wedge) για έναν μέσο εργαζόμενο με δύο παιδιά στην Ελλάδα ήταν 37,1%, έναντι του μέσου όρου του ΟΟΣΑ που ανέρχεται στο 25,7% (6η υψηλότερη θέση μεταξύ 38 χωρών). Για έναν άγαμο εργαζόμενο χωρίς παιδιά, ο συντελεστής ήταν 38,5%, δηλαδή η μείωση για οικογένειες με παιδιά είναι μόλις 1,4 ποσοστιαίες μονάδες, πολύ μικρότερη από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ (9,1 μονάδες).

Αρνητικό ισοζύγιο γεννήσεων-θανάτων

Θα πρέπει να σημειωθεί πως σύμφωνα με τις πρόσφατες προβολές των Ηνωμένων Εθνών (2024) και της Eurostat (EUROPOP-2023) για την περίοδο 2025-2050, διαπιστώνεται μια σύγκλιση στην εκτίμηση ότι το αρνητικό ισοζύγιο γεννήσεων-θανάτων στην Ελλάδα είναι μη αναστρέψιμο.

Η χώρα μας, επί του παρόντος, «μετράει» το 23% του πληθυσμού της σε ηλικίες άνω των 65 ετών και εντάσσεται στις πλέον γερασμένες της ΕΕ. Τις επόμενες δεκαετίες αυτή η τάση όχι μόνο δεν θα υποχωρήσει αλλά θα ενταθεί. Μέχρι το 2050, ο πληθυσμός των ατόμων ηλικίας άνω των 65 ετών, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, θα αποτελεί τουλάχιστον το ένα τρίτο του πληθυσμού (35%).