Για να διατηρηθεί ένας πληθυσμός σε σταθερό μέγεθος, η μέση γυναίκα πρέπει να αποκτά στη ζωή της 2,1 παιδιά. Η Ελλάδα βρίσκεται πολύ κάτω από αυτό το νούμερο με 1,33 γεννήσεις ανά γυναίκα το 2023, μια δραματική πτώση σε σχέση το ιστορικό υψηλό των 5,47 παιδιών το 1900. Η υπογεννητικότητα συρρικνώνει τον πληθυσμό με κάθε γενιά που περνά.
Διαβάστε επίσης: Κουρασμένοι γονείς: Πώς ανακάμπτουμε μετά από έναν κακό ύπνο;
Η Ελλάδα δεν είναι η μόνη χώρα που αντιμετωπίζει κρίση γεννητικότητας. Το Ινστιτούτο Δεικτών Υγείας και Αξιολόγησης (IHME) του Πανεπιστημίου της Ουάσιγκτον στο Σιάτλ να εκτιμά ότι, μέχρι το 2050, τα τρία τέταρτα των χωρών του κόσμου θα βρίσκονται κάτω από τον ρυθμό αναπλήρωσης των 2,1 παιδιών ανά γυναίκα.
Οι επιπτώσεις της θα είναι σημαντικές και οι κυβερνήσεις θα πρέπει άμεσα να λάβουν μέτρα, λέει στο Nature ο Όστιν Σούμαχερ, ερευνητής του IHME.
Στις οικονομίες που βασίστηκαν στην προοπτική της συνεχούς πληθυσμιακής αύξησης, οι μεγάλοι κίνδυνοι που φέρνει η υπογονιμότητα είναι η έλλειψη ανθρώπων που θα φροντίζουν τους ηλικιωμένους και η πτώση της παραγωγικότητας και της καινοτομίας. Ειδικοί προειδοποιούν για αλυσιδωτές συνέπειες, όπως η μείωση της στρατιωτικής και πολιτικής ισχύος.
Πολλές χώρες λαμβάνουν μέτρα για να ενθαρρύνουν τις γεννήσεις, τα οποία σε κάποιες περιπτώσεις δείχνουν να λειτουργούν. Παρόλα αυτά, πολλοί ερευνητές δεν πιστεύουν ότι η τάση μπορεί να αντιστραφεί. Ζητούμενο είναι πλέον η επιβράδυνση της συρρίκνωσης, κάτι που θα δώσει χρόνο στις κυβερνήσεις να προσαρμοστούν.
Υπάρχουν εξάλλου και αυτοί που πιστεύουν ότι δεν θα έβλαπτε αν η ανθρωπότητα σταθεροποιούταν σε έναν μικρότερο πληθυσμό, ο οποίος θα είχε και μικρότερο αποτύπωμα στο περιβάλλον.
Από τον υπερπληθυσμό στην υπογεννητικότητα
Στα μέσα του 20ού αιώνα, ο συνολικός δείκτης γονιμότητας, οποίος ορίζεται συνήθως ως ο αριθμός των παιδιών που αποκτά μια γυναίκα στην αναπαραγωγική της περίοδο, έφτανε το 5 (το Nature αναγνωρίζει ότι οι διεμφυλικοί άνδρες και τα μη δυαδικά άτομα μπορούν να κυοφορήσουν, χρησιμοποιεί όμως την ορολογία των δημογράφων).
Ο εκρηκτικός ρυθμός αύξησης του παγκόσμιου πληθυσμού στα μέσα του 20ού αιώνα, χάρη και στην οικονομική ανάπτυξη και τις προόδους στην ιατρική, οδήγησε σε ανησυχίες για υπερπληθυσμό και έλλειψη τροφίμων. Η ιδέα έγινε γνωστή από το βιβλίο The Population Bomb («Η Πληθυσμιακή Βόμβα») που εξέδωσαν το 1968 ο οικολόγος Πολ Έλριχ και η βιολόγος σύζυγός του Αν Έρλιχ.
Από τότε μέχρι σήμερα,, οι τεχνολογικές εξελίξεις στη γεωργία και την ιατρική επέτρεψαν τον υπερδιπλασιασμό του παγκόσμιου πληθυσμού στα οκτώ δισεκατομμύρια. Όμως ο ρυθμός της αύξησης βαίνει μειούμενος εδώ και μισό αιώνα και ο μέσος συνολικός δείκτης γονιμότητα έχει μειωθεί στα 2,2 παιδιά ανά γυναίκα. Στις μισές περίπου χώρες, έχει πέσει κάτω από τον ρυθμό αναπλήρωσης.
Αν και οι εκτιμήσεις ποικίλουν, οι δημογράφοι γενικά εκτιμούν ότι ο παγκόσμιος πληθυσμός θα κορυφωθεί τα επόμενα 30 με 60 χρόνια και μετά θα μειωθεί –αν αυτό όντως συμβεί, θα είναι η πρώτη συρρίκνωση μετά την επιδημία πανώλης τον 14ο αιώνα.
«Καταγράφεται μια απολύτως απίστευτη πτώση της γεννητικότητας — πολύ ταχύτερη από ό,τι είχε προβλέψει κανείς» σχολίασε ο Χεσούς Φερνάντεζ-Βιλαβέρντε, οικονομολόγος του Πανεπιστημίου της Πενσιλβάνια στη Φιλαδέλφεια. «Και συμβαίνει σε χώρες που κανείς δεν θα περίμενε».
Σύμφωνα με τον ΟΗΕ, η Κίνα είναι πιθανό να πέρασε το σημείο κορύφωσης το 2022 με 1,4 δισ. κατοίκουτς, ενώ στην Ινδία ο πληθυσμός συνεχίζει να αυξάνεται αλλά με μειούμενο ρυθμό και θα μπορούσε να κορυφωθεί το 2010 στα 1,7 δισ. Στις ΗΠΑ, το Γραφείο Απογραφής προβλέπει κορύφωση το 2080 στα περίπου 370 εκατ. κατοίκους.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, η υποσαχάρια Αφρική είναι η αξιοσημείωτη εξαίρεση -αυτή είναι η περιοχή όπου εκτιμάται ότι θα γεννιούνται περισσότερα από τα μισά μωρά του κόσμου έως το 2100, παρά τα εξαιρετικά χαμηλά εισοδήματα, τα αδύναμα συστήματα υγείας και τις ελλείψεις σε νερό και τρόφιμα. Στη Νιγηρία, η γεννητικότητα υπερβαίνει τα 4 παιδιά ανά γυναίκα και ο πληθυσμός αναμένεται να αυξηθεί κατά ακόμα 76%, οπότε η χώρα θα είναι η τρίτη μεγαλύτερη του κόσμου.
Πολυπαραγοντικό φαινόμενο
Η παγκόσμια κρίση γεννητικότητας αποδίδεται σε μια ποικιλία παραγόντων, όπως η παιδεία και η πρόσβαση σε μέσα αντισύλληψης ή η αλλαγή νοοτροπίας σχετικά με τις σχέσεις και την ανατροφή παιδιών.
Χάρη στην αντισύλληψη, η αναπαραγωγή διαχωρίστηκε από το σεξ. Στο Ιράν, πρόγραμμα οικογενειακού προγραμματισμού που ξεκίνησε τη δεκαετία του 1980 οδήγησε στη μεγαλύτερη πτώση γεννητικότητας που έχει καταγραφεί στον κόσμο,. Από τα σχεδόν επτά παιδιά σε λιγότερα από δύο μέσα σε δύο δεκαετίες. Η χώρα άλλαξε τακτική το 2016 και προσπαθεί τώρα να αυξήσει τις γεννήσεις.
Στις πλούσιες χώρες υπάρχουν επίσης ενδείξεις ότι οι νέοι έχουν λιγότερες σχέσεις και κάνουν λιγότερο σεξ, με ορισμένους ειδικούς να προειδοποιούν ότι η ψηφιακή ψυχαγωγία επισκιάζει τις σχέσεις και την κοινωνικότητα. Ταυτόχρονα, πολλές γυναίκες με παιδεία και καριέρα φαίνεται πως γίνονται πιο επιλεκτικές και προτιμούν την ανεξαρτησία τους αντί για άνδρες που θέλουν «μια υπηρέτρια στο σπίτι» όπως το θέτει ο Φερνάντεζ-Βιλαβέρντε του Πανεπιστημίου της Πενσιλβάνια.
Αυτό είναι ορατό στο κίνημα των «Τεσσάρων Όχι» στη Νότια Κορέα, του οποίου τα μέλη είναι νεαρές γυναίκες που απορρίπτουν τις ερωτικές σχέσεις, τον γάμο και την τεκνοποίηση.
Στη Νότια Κορέα και άλλες χώρες, πολλοί αναβάλλουν την απόκτηση παιδιών για αργότερα, όταν η σύλληψη γίνεται πιο δύσκολη υπόθεση, ενώ όσοι έχουν ήδη παιδιά εστιάζονται στην προετοιμασία τους για το πανεπιστήμιο και μια απαιτητική καριέρα, αντί να κάνουν περισσότερα παιδιά.
Το κόστος ζωής είναι επίσης σημαντικός παράγοντας. Έρευνα του ΟΗΕ μεταξύ 14.ανθρώπων σε 14 χώρες διαπίστωσε ότι το 39% επικαλέστηκε τους οικονομικούς περιορισμούς ως λόγο για να μην αποκτήσει κανείς παιδιά. Στις ΗΠΑ, οι γεννήσεις μειώνονται ταχύτερα στις πόλεις όπου το κόστος στέγασης ανεβαίνει πιο απότομα.
Στις χώρες όπου συγκλίνουν αυτοί οι κοινωνικοί και οικονομικοί παράγοντες, η πτώση της γεννητικότητας είναι μεγαλύτερη: στη Νότια Κορέα, τα σπίτια είναι ακριβά, τα παιδιά μεγαλώνουν σε ανταγωνιστικό περιβάλλον και η εργασιακή κουλτούρα επιβραβεύει τις υπερωρίες, επισημαίνει ο Ματίας Ντέπκε, οικονομολόγος του London School of Economics.
Κόσμος χωρίς παιδιά
Σε παγκόσμιο επίπεδο, η γήρανση του πληθυσμού είναι η μεγαλύτερη ανησυχία. Στις χώρες με μειούμενη γεννητικότητα, το ποσοστό των ανθρώπων άνω των 65 ετών αναμένεται να διπλασιαστεί στο 31% τα επόμενα 25 χρόνια.
Και καθώς η γεννητικότητα πέφτει ενώ το προσδόκιμο ζωής συνεχίζει να αυξάνεται, η ανησυχία είναι ότι δεν θα υπάρχουν αρκετοί νέοι να φροντίζουν τους ηλικιωμένους.
Για την αντιμετώπιση αυτής της τάσης, αρκετές χώρες προσφέρουν πλέον οικονομικά κίνητρα, όπως η Αυστραλία που αύξησε τις γεννήσεις κατά 7% από το 2004 επιδοτώντας κάθε γέννηση με ένα ποσό που σήμερα διαμορφώνεται στα 5.000 δολάρια ΗΠΑ. Οι ειδικοί ωστόσο πιστεύουν ότι οι πολιτικές αυτές είναι απίθανο να αντιστρέψουν την τάση και θα μπορούσαν ενδεχομένως να θέσουν σε κίνδυνο κοινωνικά κεκτημένα όπως η ισότητα των φίλων και το δικαίωμα στην επιλογή.
Πιο αποτελεσματικές θα ήταν οι γενναιόδωρες άδειες μητρότητας και πατρότητας και η επιδοτήσεις για την ανατροφή των παιδιών και τη στέγαση. Οι σκανδιναβικές χώρες που επένδυσαν σε τέτοιες πολιτικές είδαν τη γεννητικότητα να μειώνεται πιο αργά από ό,τι στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Μαγική λύση όμως δεν υπάρχει και η τάση είναι δύσκολο να αναστραφεί. Όμως ακόμα και μια μικρή επιβράδυνση της συρρίκνωσης θα μπορούσε να δώσει στις κυβερνήσεις χρόνο να προσαρμοστούν, λέει ο Φερνάντεζ-Βιλαβέρντε.
Προσαρμογή στη νέα πραγματικότητα
Μια ιδέα θα ήταν να αναγνωριστεί μεγαλύτερη αξία στον χρόνο που δαπανούν οι γονείς για την ανατροφή των παιδιών τους. Η ενίσχυση των υπηρεσιών φροντίδας ηλικιωμένων και η ενίσχυση των ταμείων συνταξιοδότησης και παροχών υγείας θα μπορούσαν να βοηθήσουν.
Πολλές χώρες αυξάνουν επίσης τα όρια συνταξιοδότησης, ωστόσο η πολιτική αυτή συναντά αντιδράσεις, όπως συνέβη με τις διαδηλώσεις στη Ρωσία το 2018 και τη Γαλλία το 2023.
Σημαντικό ρόλο παίζει επίσης η μετανάστευση από χώρες με υψηλή γεννητικότητα. Οι μετανάστες αυξάνουν τα φορολογικά έσοδα και την καινοτομία ακόμα και όταν δεν απολαμβάνουν τις παροχές και τη στήριξη που προσφέρονται στους υπόλοιπους πολίτες. Ακόμα και παραδοσιακά κλειστές χώρες όπως η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα χαλαρώνουν πλέον τις μεταναστευτικές πολιτικές τους αναγνωρίζοντας ότι η εισροή εργατικού δυναμικού είναι απαραίτητη καθώς ο πληθυσμός γερνά.
Και αυτή η τακτική συναντά ωστόσο αντιδράσεις, καθώς πολλοί σπεύδουν να ενοχοποιήσουν τη μετανάστευση για τα δεινά που φέρνει η συρρίκνωση του πληθυσμού. Επιπλέον, οι χώρες από τις οποίες έρχονται οι μετανάστες κινδυνεύουν με brain drain.
Υπάρχουν όμως και αυτοί που θεωρούν ότι ένας μικρότερος πληθυσμός θα έφερνε οφέλη. Για παράδειγμα, λιγότεροι άνθρωποι σημαίνει μικρότερες πιέσεις στο περιβάλλον.
«Αν επενδύσεις στην υγεία και την παιδεία, κάτι που μπορεί να ενισχύσει την παραγωγικότητα, ακόμα και ένας ελαφρώς μικρότερος πληθυσμός μπορεί να αυξήσει το ΑΕΠ» δηλώνει ο Στούαρτ Γκρίτελ-Μπάστεν, κοινωνιολόγος του Πανεπιστημίου Επιστήμης και Τεχνολογίας του Χονγκ Κονγκ.
Όπως λέει, το σημερινό μέγεθος του παγκόσμιου πληθυσμού ίσως δεν είναι το βέλτιστο δυνατό. «Η πτώση της γεννητικότητας είναι καταστροφή μόνο αν δεν προσαρμοστείς» καταλήγει.
*Από τον Βαγγέλη Πρατικάκη
