Είναι μια ερώτηση που πυροδοτεί έντονες συζητήσεις ανάμεσα σε γονείς, εκπαιδευτικούς και ειδικούς ψυχικής υγείας: δίνουμε στα παιδιά μας περισσότερη υπευθυνότητα απ’ όση μπορούν να «σηκώσουν» ή τα προστατεύουμε τόσο πολύ που στερούμε από αυτά την ευκαιρία να αναλάβουν ευθύνες;
Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα διαφέρει από χώρα σε χώρα και από οικογένεια σε οικογένεια. Σε κάποιες κοινωνίες τα παιδιά ενθαρρύνονται από νωρίς να γίνουν ανεξάρτητα, ενώ σε άλλες παραμένουν κάτω από στενή καθοδήγηση μέχρι την ενηλικίωση. Οι επιλογές αυτές δεν είναι τυχαίες· συνδέονται με αξίες, παραδόσεις και το πώς λειτουργεί το εκπαιδευτικό σύστημα. Ωστόσο, με την αύξηση των περιστατικών άγχους, κατάθλιψης και burnout στους νέους, η συζήτηση γίνεται πιο επίκαιρη από ποτέ.
Διαβάστε επίσης: «Μαμά, ξέχασα τι ήθελα να σου πω!» – Πώς ενισχύουμε τη συγκέντρωση του παιδιού μας;
Πόσες ευθύνες να δίνουμε στα παιδιά;
Όταν δίνεται με τρόπο που ταιριάζει στην ηλικία και στην ωριμότητα του παιδιού, η ευθύνη γίνεται εργαλείο ανάπτυξης. Χτίζει ανθεκτικότητα, αυτοπεποίθηση και ταυτότητα. Μαθαίνει στο παιδί να λύνει προβλήματα, να έχει υπομονή και να αντέχει τις απογοητεύσεις.
Αν όμως το βάρος είναι υπερβολικό, οδηγεί σε άγχος και εξουθένωση. Αντίθετα, όταν το παιδί δεν αναλαμβάνει καμία ευθύνη, μεγαλώνει χωρίς δεξιότητες αυτονομίας και δυσκολεύεται να σταθεί μόνο του ως ενήλικας.
Η λεγόμενη «υπερ-υπευθυνοποίηση» εμφανίζεται όταν ζητάμε από τα παιδιά να χειριστούν προβλήματα που ξεπερνούν τις δυνάμεις τους: να φροντίζουν μικρότερα αδέλφια, να διαχειρίζονται απαιτητικά προγράμματα ή να ανταποκρίνονται σε συνεχείς ακαδημαϊκές πιέσεις. Οι συνέπειες μπορεί να είναι σοβαρές: χρόνιο στρες, κούραση, αυξημένος κίνδυνος κατάθλιψης. Αυτό που αρχικά μοιάζει με «ενδυνάμωση» μπορεί να γίνει γρήγορα εγκατάλειψη, όταν το παιδί μένει μόνο του να σηκώσει βάρη που δεν του αναλογούν.
Από την άλλη πλευρά, αν το παιδί δεν έχει καμία υποχρέωση, μπορεί να στερηθεί την ευκαιρία να μάθει πώς να παίρνει αποφάσεις ή να αντέχει στις δυσκολίες. Τα παιδιά που δεν δοκιμάζουν ποτέ να κάνουν επιλογές, να κάνουν λάθη και να διορθώνονται, δυσκολεύονται να διαχειριστούν την πραγματικότητα ως έφηβοι και αργότερα ως ενήλικες. Έρευνες δείχνουν ότι όταν τα παιδιά έχουν φωνή και συμμετοχή σε αποφάσεις που τα αφορούν, νιώθουν πιο σίγουρα, αναπτύσσουν δεξιότητες επικοινωνίας και αποκτούν μεγαλύτερο έλεγχο στη ζωή τους.
Η χρυσή τομή
Το «σωστό» επίπεδο υπευθυνότητας εξαρτάται από την ηλικία, την προσωπικότητα και τις συνθήκες κάθε παιδιού. Η υπευθυνότητα μοιάζει με μυ: δυναμώνει όταν την εξασκούμε σταδιακά, με σωστή καθοδήγηση και ενθάρρυνση.
Μια ισορροπημένη προσέγγιση μπορεί να σημαίνει:
να προσθέτουμε σιγά-σιγά περισσότερες ευθύνες, όσο μεγαλώνουν,
να είμαστε δίπλα τους με καθοδήγηση, χωρίς να τα αφήνουμε μόνα τους,
να επιτρέπουμε τα λάθη και να τα βλέπουμε ως μαθήματα, όχι ως αποτυχίες.
Μερικές πρακτικές ιδέες για να καλλιεργήσουμε την υπευθυνότητα χωρίς υπερβολές:
Αναθέτουμε απλές δουλειές στο σπίτι που ταιριάζουν στην ηλικία τους (π.χ. τακτοποίηση παιχνιδιών, στρώσιμο κρεβατιού, βοήθεια στο στρώσιμο τραπεζιού).
Τα ενθαρρύνουμε να συμμετέχουν σε μικρές οικογενειακές αποφάσεις (π.χ. τι θα φάμε το Σάββατο, ποια ταινία θα δούμε).
Τα βοηθάμε να θέτουν προσωπικούς στόχους και να συζητούν τι πήγε καλά και τι όχι.
Δείχνουμε ότι είμαστε εκεί για στήριξη – αλλά τους αφήνουμε τον χώρο να προσπαθήσουν μόνα τους.
Η υπευθυνότητα από μόνη της δεν λύνει την κρίση ψυχικής υγείας των νέων, αλλά είναι αναπόσπαστο κομμάτι της. Όταν τη δίνουμε με μέτρο και σεβασμό στην ωριμότητα του παιδιού, χτίζουμε τις βάσεις για αυτονομία, ανθεκτικότητα και ισορροπία.