Πώς μπορούμε να συνετίσουμε ένα παιδί, όταν έχει ένα ξέσπασμα θυμού; Τι κάνουμε όταν η συμπεριφορά του είναι δύσκολα διαχειρίσιμη; Τα τελευταία χρόνια, οι επιστήμονες ανακαλύπτουν ολοένα και περισσότερα για τα παιδιά και τον αναπτυσσόμενο εγκέφαλό τους. Αυτή η εξερεύνηση της νευρο-βιολογίας έχει οδηγήσει σε νέες θεραπευτικές προσεγγίσεις, σε βαθύτερη κατανόηση του νευρικού συστήματος και σε εκτίμηση του τρόπου με τον οποίο οι περιβαλλοντικοί και γενετικοί παράγοντες αλληλεπιδρούν για να διαμορφώσουν το πώς συμπεριφέρεται ένα παιδί.
Διαβάστε επίσης: Quiet time και time-out: Είναι οι λύσεις για καλύτερη διαχείριση της συμπεριφοράς των παιδιών;
Το βασικότερο από όλα είναι το εξής: Αν σκοπεύετε να ενισχύσετε την υγιή ανάπτυξη των παιδιών σας, μην εμμένετε σε παλιά γονεϊκά πρότυπα, που βασίζονται σε τιμωρητικές συμπεριφορές. Αποδεικνύεται ότι πολλές παλιές μέθοδοι γονεϊκότητας και εκπαίδευσης βασισμένες σε ξεπερασμένα συμπεριφορικά μοντέλα δεν είναι αποτελεσματικές, ούτε είναι οι καλύτερες πρακτικές, ειδικά για τα πιο ευάλωτα παιδιά.
Γιατί οι παλιές μέθοδοι αποτυγχάνουν
Το να στέλνουν οι γονείς τα παιδιά στα δωμάτιά τους για να σκεφτούν τις επιλογές τους και να τους επιβάλουν συνέπειες για τις πράξεις τους, δεν τα βοηθά και τόσο πολύ να συνετιστούν. Οι παλιές μέθοδοι ανατροφής αποτυγχάνουν.
Για πολλά χρόνια, οι επιστήμονες υποστήριζαν αρχές βασισμένες σε έρευνες του B.F. Skinner, ενός συμπεριφοριστή ψυχολόγου του 20ου αιώνα, που μελέτησε τον τρόπο με τον οποίο οι ανταμοιβές και οι τιμωρίες μπορούσαν να επιδράσουν στη συμπεριφορά, αλλάζοντάς την, με απώτερο στόχο την πειθαρχία.
Γενιές γονέων σε όλο τον κόσμο έμαθαν να χρησιμοποιούν ανταμοιβές όπως πίνακες αυτοκόλλητων, μικρά αντικείμενα ή παιχνίδια ή μια επιπλέον ιστορία πριν τον ύπνο για να ενισχύσουν τις συμπεριφορές που ήθελαν να βλέπουν περισσότερο. Αντίστοιχα, συνήθιζαν να χρησιμοποιούν αρνητική ενίσχυση όπως, για παράδειγμα, απώλεια προνομίων για να μειώσουν τις ανεπιθύμητες συμπεριφορές που είχαν τα παιδιά τους.
Παιδιά και η νευροεπιστήμη της συμπεριφοράς
Όλοι έχουμε μια έμφυτη αντίδραση του νευρικού συστήματος που μας προετοιμάζει για «μάχη ή φυγή», όταν νιώθουμε ότι η ασφάλειά μας απειλείται. Όταν αντιλαμβανόμαστε κάποιον κίνδυνο για οποιονδήποτε λόγο, η καρδιά μας χτυπά πιο γρήγορα, οι παλάμες μας ιδρώνουν και η συγκέντρωσή μας περιορίζεται.
Σε αυτές τις καταστάσεις, το μέρος του εγκεφάλου που είναι υπεύθυνο για τη λογική και τη λήψη αποφάσεων απενεργοποιείται, ενώ το σώμα προετοιμάζεται να αντιμετωπίσει την απειλή. Μέχρι να υποχωρήσει αυτή η αντίδραση, δεν μπορούμε να σκεφτούμε καθαρά και αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τα παιδιά.
Σε αντίθεση με τους ενήλικες που έχουν αποκτήσει κάποια ικανότητα να ρυθμίζουν την κατάσταση του νευρικού τους συστήματος, ένα παιδί έχει λιγότερο αναπτυγμένο νευρικό σύστημα όσο και εγκέφαλο, με αποτέλεσμα να ωθείται συχνά σε αντιδράσεις που μας φαίνονται παράξενες και απερίσκεπτες.
Με άλλα λόγια, τα παιδιά κάνουν κάποιες αταξίες, αναστατώνονται πιο εύκολα και δεν μπορούν να ηρεμήσουν το ίδιο γρήγορα με έναν ενήλικα. Ίσως, αν οι γονείς προσπαθήσουν να «συντονίσουν» το νευρικό τους σύστημα με του παιδιού τους να καταφέρουν να του παρέχουν την ασφάλεια που χρειάζεται για να επανέλθει σε κατάσταση ηρεμίας. Στη συνέχεια, το παιδί θα έχει τη δυνατότητα να επεξεργαστεί ήρεμα ό,τι πρέπει να μάθει, ώστε πιθανόν να μην έχει ξανά ένα αντίστοιχο ξέσπασμα.
Τι μπορούν να κάνουν οι γονείς
Μείνετε γειωμένοι. Μια βαθιά εισπνοή και μια παύση στέλνει σήμα στο δικό σας νευρικό σύστημα να ηρεμήσει, κάτι που σας επιτρέπει να συγχρονιστείτε με το ανήσυχο παιδί.
Να είστε διαθέσιμοι. Το να παραμείνετε κοντά του δίνει στο παιδί σας την υποστήριξη που χρειάζεται για να αντέξει το δύσκολο συναίσθημα. Η επιβεβαίωση της εμπειρίας του παιδιού μπορεί να βοηθήσει σημαντικά, ώστε να επανέλθει σε πιο ρυθμισμένη κατάσταση.
Κρατήστε το όριο. Μη δίνοντας τελικά στο παιδί αυτό που ζητάει επίμονα, αλλά που δεν πρέπει να το πάρει εκείνη την στιγμή, το βοηθάτε να εξασκηθεί στο πώς να διαχειρίζεται το συναίσθημα της ανυπομονησίας και βέβαια του θυμού και της απογοήτευσης -αυτό που ονομάζεται «αντοχή στη δυσφορία»- με τη δική σας υποστήριξη.
Αναλογιστείτε τις περιστάσεις. Αφού όλοι έχουν ηρεμήσει, μπορείτε να μιλήσετε για την εμπειρία και να παρατηρήσετε τις συνθήκες. Ήταν το παιδί σας πεινασμένο ή κουρασμένο ή ίσως στεναχωρημένο για κάτι που συνέβη μέσα στη μέρα;
