Ο σχολικός εκφοβισμός αποτελεί φλέγον ζήτημα τα τελευταία χρόνια, καθώς τα περιστατικά φαίνεται να παρουσιάζουν αυξητική τάση και ενίοτε να χαρακτηρίζονται από μεγάλη σκληρότητα. Το πρόβλημα είναι πολυπαραγοντικό, η αντιμετώπισή του επίσης, αλλά τα μέσα πενιχρά, ιδίως στη δημόσια εκπαίδευση.
Η έλλειψη ειδικών επιστημόνων, όπως οι ψυχολόγοι και οι κοινωνικοί λειτουργοί καθιστά το έργο των εκπαιδευτικών δυσχερές, με αποτέλεσμα το πρόβλημα να διαιωνίζεται.
Εκπαιδευτικοί ιδιωτικής και δημόσιας εκπαίδευσης, καθώς και κοινωνική λειτουργός που εργάζεται σε σχολείο μίλησαν στο in.gr σχετικά με τις συνθήκες που επικρατούν στα σχολεία και τις αιτίες που πυροδοτούν τα περιστατικά παραβατικότητας.
Το φαινόμενο της σχολικής βίας: Αύξηση ή καλύτερη ανίχνευση;
Η σχολική βία δεν αποτελεί φαινόμενο που απασχολεί για πρώτη φορά την κοινωνία. Ο εκφοβισμός και τα περιστατικά ξυλοδαρμού υπήρχαν ανέκαθεν. Σχετικά με το αν οι περιπτώσεις αυξήθηκαν ή εμείς είμαστε πλέον σε καλύτερη θέση να τις εντοπίζουμε και να επιδιώκουμε την επίλυσή τους, ο εκπαιδευτικός Ειδικής Αγωγής, Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης, Δημόσιου Σχολείου κ. Σεραφείμ Δ. τόνισε ότι αυτό «είναι δυσδιάκριτο. Για αυτό ιδανικά θα έπρεπε να γίνει μία ποσοτική έρευνα για να φανεί με ακρίβεια. Εγώ, όμως, πιστεύω ότι έχουν αυξηθεί, γιατί έχουν αυξηθεί και τα προβλήματα των οικογενειών με οικονομική κρίση, με ανεργία, με τον κορονοϊό που ο κόσμος κλείστηκε και είχαμε περισσότερες ενδοοικογενειακές συγκρούσεις, αναδείχθηκαν περισσότερο τα προβλήματα».
Η κοινωνική λειτουργός σε Δημόσιο Σχολείο Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης κ. Ελίνα Π., απάντησε ότι θεωρεί ότι είναι ένας συνδυασμός και των δύο.
«Σίγουρα υπάρχει περισσότερη βία και επιθετικότητα. Και καταγράφονται περισσότερο και έχουν αυξηθεί. Παρότι υπάρχει προσπάθεια να μειωθεί το φαινόμενο, αντί να περιορίζεται, παρατηρούμε μία αύξηση. Σίγουρα υπάρχει περισσότερη βία και επιθετικότητα, την οποία την εκλαμβάνουν τα παιδιά από το σπίτι, από τα media, από το σχολείο», συμπλήρωσε.

Οι μορφές του σχολικού εκφοβισμού
Ο σχολικός εκφοβισμός δεν είναι δυνατό να οριοθετηθεί μέσα σε έναν σύντομο ορισμό. Οι τρόποι που η βία μεταξύ μαθητών εκδηλώνεται είναι πολλοί και με την πάροδο των ετών, μεταβάλλονται. Η έκρηξη της τεχνολογίας έχει κατορθώσει να οπλίσει τα «χέρια» των παιδιών με νέα μέσα για την διάπραξη bullying.
Η Μαρία Τ., εκπαιδευτικός Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Ιδιωτικού Τομέα εξειδίκευσε τα είδη του σχολικού εκφοβισμού, αναφέροντας ότι κατά κάποιο τρόπο «ορίζεται ως μια μορφή επιθετικής συμπεριφοράς (σωματικής, λεκτικής ή συναισθηματικής) που βασίζεται στην επίδειξη διαφοράς δύναμης μεταξύ αυτών που την ασκούν (θύτες) και αυτών που την δέχονται (θύματα). Εκ των πραγμάτων, ο θύτης προσεγγίζει πιθανά άτομα που παρουσιάζουν κάποια αδυναμία προκειμένου να επιδείξει την δύναμη και το κύρος του εντός του σχολικού χώρου».
Η κ. Ελίνα Π. τόνισε κατά παρόμοιο τρόπο ότι ο εκφοβισμός αποτελεί «ένα παιχνίδι δύναμης και χαρακτηρίζεται από ανισότητα».
«Όμως, για να χαρακτηριστεί μία συμπεριφορά ως εκφοβισμός, θα πρέπει να τηρούνται κάποιες προϋποθέσεις. Δηλαδή, να υπάρχει μία επαναληπτικότητα, για κάποιο μεγάλο χρονικό διάστημα, όχι μόνο μία φορά. Βέβαια στον ηλεκτρονικό εκφοβισμό έχει γίνει πια έτσι ώστε έστω και μία φορά είναι αρκετή για να οριστεί ως ηλεκτρονικός εκφοβισμός. Ακόμα, πρέπει να υπάρχει η πρόθεση να προκληθεί βλάβη».
Σύμφωνα με τον κ. Σεραφείμ Δ. μέρος της παραβατικότητας των νέων, πέρα από τα φαινόμενα βίας εντός του σχολείο, αποτελεί και η καταστροφή της σχολικής περιουσίας.
«Οι βανδαλισμοί πιστεύω ότι γίνονται περισσότερο ώρες εκτός σχολείου. Δηλαδή κάποια παιδιά που είναι μαθητές στο σχολείο, να πάνε σε αυτό και να κάνουν καταστροφές. Μπορεί επίσης, να είναι παιδιά που έχουν αποφοιτήσει από το σχολείο και να προβαίνουν σε βανδαλισμούς».
Στο πλαίσιο της έκνομης συμπεριφοράς σε μεγαλύτερες ηλικίες, π.χ. μαθητές Γυμνασίου και Λυκείου, συγκαταλέγει και την χρήση ουσιών.
«Ξεκινώντας από το πιο απλό, το τσιγάρο και το αλκοόλ και καταλήγοντας σε ναρκωτικά».
Παράλληλα, αναφέρθηκε στη συμμετοχή μαθητών σε συμμορίες που επιδίδονται σε βίαιες πράξεις.
Οι «ρίζες» της βίας: Η οικογένεια ως βασικός παράγοντας
Ο ρόλος της οικογένειας στην ανατροφή του παιδιού είναι ζωτικής σημασίας, με τους γονείς να έχουν μεγάλο μερίδιο στις συμπεριφορές που εκδηλώνει ο ανήλικος.
«Ο μιμιτισμός στις μικρές ηλικιακές ομάδες είναι πολύ έντονος. Περισσότερο ακούνε τους συνομηλίκους τους και μετά τους γονείς. Πρέπει να ελέγχεις τις ομάδες που συναναστρέφονται τα παιδιά και τις επιρροές τους», αναφέρει ο κ. Σεραφείμ Δ.
«Ένας υγιές οικογενειακό περιβάλλον πρέπει να θέτει όρια και αξίες στις συμπεριφορές των παιδιών. Φυσικά, ο καλύτερος τρόπος είναι ο βιωματικός. Δηλαδή, αν ο γονιός ανοίξει το παράθυρο και πετάξει έξω το τσιγάρο και το πακέτο, μετά τι να σου κάνει το σχολείο όταν υπάρχει ένα ζωντανό βίωμα. Όταν πάλι σε ένα οικογενειακό περιβάλλον υπάρχουν εντάσεις, υπάρχει βία, το παιδί θα νιώσει ανασφάλεια, θα νιώσει θυμό και μοναξιά, με αποτέλεσμα να αντιδράσει. Και η αντίδραση θα είναι από την πλευρά της παραβατικότητας».
Αντίθετα, «ένα παιδί που θα έχει την αποδοχή, την αγάπη από το σπίτι, θα αναζητήσει ανάλογα περιβάλλοντα που θα βιώσει πάλι αυτή την αγάπη. Ένα παιδί που δεν λαμβάνει θετικά συναισθήματα, θα τα αναζητήσει σε περιβάλλοντα που μπορεί να έχουν αρνητική επιρροή, σε μία συμμορία παραβατική».
Σχετικά με τις αιτίες πίσω από την αύξηση των βίαιων περιστατικών η κ. Ελίνα Π. υποστηρίζει ότι «βασικό για μένα είναι οι οικογενειακές συνθήκες των παιδιών. Είναι κάτι που φαίνεται συνήθως όταν υπάρχουν πάρα πολλές δυσκολίες τόσο στην οικογένεια των παιδιών «θυτών», αν μπορούμε να τα χαρακτηρίσουμε έτσι, όσο και των θυμάτων».
«Και στα παιδιά «θύτες» υπάρχει το οικογενειακό πλαίσιο που χαρακτηρίζεται από αγχώδη και ανασφαλή όρια, δηλαδή δεν υπάρχει μία σταθερότητα».
«Συνήθως υπάρχει βία και μέσα στο σπίτι, έχουν μάθει [τα παιδιά] να διεκδικούν αυτό που θέλουν με βία. Είναι η γλώσσα με την οποία έχουν μάθει να επικοινωνούν», συμπληρώνει.
Από το θύμα στον θύτη: Ένας φαύλος κύκλος
Σημαντικό πρόβλημα αποτελεί και το γεγονός ότι πολλές φορές το θύμα μίας επίθεσης εκφοβισμού καταλήγει να γίνει κι αυτός στο μέλλον, κάποιες φορές, ο θύτης.
Κομμάτι της αύξησης των περιστατικών είναι και η αδυναμία να δοθεί βάθος στα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο δράστης ενός περιστατικού bullying.
«Ένα άλλο πρόβλημα στον εκφοβισμό είναι ότι ο θύτης του περιστατικού δεν θεωρείται ότι έχει πρόβλημα, ενώ στην πραγματικότητα έχει. Το παιδί ουσιαστικά με αυτή τη συμπεριφορά κουβαλάει ένα πρόβλημα και μας το δείχνει», αναφέρει ο εκπαιδευτικός κ. Σεραφείμ Δ.
Όπως τονίζει η κ. Ελίνα Π., «τα παιδιά θύματα είναι αυτά που πολύ πιθανόν θα θυματοποιήσουν. Μετά από αυτή τη συμπεριφορά θα βρουν έναν άλλον πιο αδύναμο και θα προσπαθήσουν να συνδεθούν με έναν επιθετικό τρόπο». 
Η διαφορά ανάμεσα σε κορίτσια και αγόρια
Συμπεριφορικά μπορεί κανείς να εντοπίσει διαφορές στον τρόπο που τα κορίτσια και τα αγόρια εμπλέκονται σε περιστατικά εκφοβισμού.
Ο έμμεσος εκφοβισμός όπως υποστήριξε η κοινωνική λειτουργός, αποτελεί κατά βάση συμπεριφορά που επιδεικνύουν τα κορίτσια, όπου ενδέχεται να είναι «ο αποκλεισμός ενός παιδιού από την ομάδα συνομιλήκων, ή η διάδοση κάποιας φήμης, είτε μία συμπεριφορά έμμεσης επιθετικότητας, π.χ. να σκίσει τα βιβλία άλλου παιδιού».
Η συμπεριφορική διαφορά στον τρόπο που εκφράζεται ο εκφοβισμός «οφείλεται σε κοινωνικούς ρόλους. Είναι πιο εύκολο να πεις σε μία κοπέλα ‘τα κορίτσια δεν χτυπάνε, δεν βρίζουν’. Και η προβολή βίας, την οποία βλέπουμε καθημερινά, με βάση διάφορες κοινωνικές θεωρήσεις επηρεάζει τα παιδιά», υποστήριξε η κ. Ελίνα Π.
Αντίστοιχα η εκπαιδευτικός κ. Μαρία Τ. υποστηρίζει ότι «παρατηρώντας τα παιδιά στο σχολείο, καταλήγω στο ότι υπάρχει διαφορά μεταξύ των δυο φύλων. Πολύ συχνά τα αγόρια προσπαθούν να επιβεβαιώσουν τη δύναμη τους ασκώντας την στους άλλους σωματικά ή λεκτικά ενώ τα κορίτσια χρησιμοποιούν κυρίως συναισθηματική βία ή λεκτική για να αποκλείσουν άλλες κοπέλες».
Παιδαγωγική ή τιμωρία; Η αναζήτηση ουσιαστικών λύσεων
Οι ειδικοί της εκπαίδευσης είναι υπέρμαχοι του να χρησιμοποιηθούν εναλλακτικοί τρόποι διαπαιδαγώγησης σε περιπτώσεις βίας και να μην υπάρχει η στείρα έννοια της «τιμωρίας».
«Πολλοί εκπαιδευτικοί λειτουργούν εναλλακτικά. Ποια είναι η παγίδα της τιμωρίας; Η τιμωρία οδηγεί στο σταμάτημα της παραβατικής συμπεριφοράς άμεσα, αλλά προσωρινά. Δεν γίνεται στο παιδί βίωμα ότι δεν προσφέρει κάτι η παραβατική συμπεριφορά. Απλά από φόβο σταματάει για μικρό χρονικό διάστημα και «υποκριτικά» η συμπεριφορά, αλλά δεν εδραιώνεται η επιθυμητή συμπεριφορά. Είναι μία γρήγορη, αλλά όχι καλή λύση».
«Η παιδαγωγική έχει άλλους τρόπους που αφορούν την θετική ενίσχυση. Να επιβραβεύσεις μία καλή συμπεριφορά. Επειδή ο μιμητισμός λειτουργεί πολύ και στην παιδική και στην εφηβική ηλικία, γενικά στην ανήλικη ζωή, ένα παραβατικό παιδί είναι πιο εύκολο να μιμηθεί την συμπεριφορά ενός παιδιού που επιβραβεύτηκε κατ’ αυτό τον τρόπο, παρά αν τον βάλεις τιμωρία. Έτσι καταστρέφεις την παιδαγωγική σχέση, γιατί το παιδί σε βλέπει ως τιμωρό», υποστήριξε ο κ. Σεραφείμ Δ.
Μεταξύ άλλων τόνισε την ανάγκη να μην χρησιμοποιούνται λέξεις όπως τιμωρία και κακό παιδί. «Η τιμωρία είναι αποδιοπομπαία».
Η εκπαιδευτικός κ. Μαρία Τ. δήλωσε ότι, «ποτέ δεν μου άρεσε η λέξη «τιμωρία». Προτιμώ τη λέξη «επίπτωση» και συνήθως αυτή χρησιμοποιώ και προς τα παιδιά προκειμένου να καταλάβουν ότι κάθε τους πράξη έχει μια επίπτωση. Είτε θετική, είτε αρνητική» και συμπλήρωσε ότι «τα τελευταία χρόνια μια από τις καλύτερες προσεγγίσεις που εφαρμόζουμε είναι η αποκαταστατική. Με αυτή την προσέγγιση στόχος είναι να επιδιορθώσουμε τις σχέσεις μεταξύ μαθητών ενισχύοντας την αποδοχή ευθυνών από μέρους τους και αντιμετωπίζοντας τις μεταξύ τους διαμάχες με συζήτηση και επικεντρωμένες ερωτήσεις. Για παράδειγμα, όταν ένα συμβάν σχολικής βίας συμβαίνει, είναι καλό να κάτσουμε και να συζητήσουμε με τα παιδιά ξεχωριστά αλλά και μαζί ‘τι συνέβη;’, ‘πως αυτό επηρέασε εσένα και τι επίπτωση έχει στους άλλους γύρω σου;’, ‘τι σε ώθησε να αντιδράσεις έτσι;’, ‘τι θα μπορούσε να πάει καλύτερα την επόμενη φορά;’».
«Εναλλακτικά, αντί να τιμωρήσουμε το παιδί, μπορούμε να του αναθέσουμε κάποια κοινωφελή εργασία εντός του σχολικού χώρου. […] Παράλληλα με την βοήθεια ενός σχολικού ψυχολόγου, το παιδί θα βελτιώσει την συμπεριφορά του σε βάθος χρόνου και θα καταλάβει πως για να νιώσει σημαντικό, δεν χρειάζεται να επιδείξει επιθετικά τη δύναμή του». 
Ο ρόλος των σχολείων: Από τη θεωρία στην εφαρμογή
Σχετικά με τα σχολεία και τον τρόπο επέμβασής τους στο φαινόμενο, η κ. Μαρία Τ. ανέφερε ότι αντίθετα από την δυσμενή πραγματικότητα της δημόσιας εκπαίδευσης, «στον ιδιωτικό τομέα, σχεδόν όλα τα σχολεία στην Ελλάδα παρέχουν σχολικούς ψυχολόγους και συμβούλους οι οποίοι παρατηρούν τα παιδιά. Αυτό τους δίνει την δυνατότητα να ανιχνεύσουν πρόωρα τα σημάδια επιθετικών συμπεριφορών και να συζητήσουν με τα παιδιά για τα πιθανά αίτια πίσω από την συμπεριφορά τους».
«Κάθε παιδί πράττει και αντιδρά διαφορετικά, επομένως είναι άσκοπο να απευθυνόμαστε με την ίδια παρέμβαση σε όλους τους θύτες και όλα τα θύματα ενδοσχολικής βίας, κυρίως επειδή δεν θα υπάρχει το επιθυμητό αποτέλεσμα, δηλαδή η αποτροπή της επιθετικής συμπεριφοράς», συμπλήρωσε.
Όταν ερχόμαστε στο κομμάτι του τι μπορεί να πράξει ένας εκπαιδευτικός, «μια καλή στρατηγική πρόληψης που μπορεί να εφαρμοστεί μέσα στην τάξη είναι η καλλιέργεια ενσυναίσθησης μέσω παιχνιδιού και άλλων δραστηριοτήτων που ενισχύουν την ομαδικότητα. Έτσι, μαθαίνοντας στα παιδιά να λειτουργούν ως ομάδα, αποτελεί το πρώτο στάδιο πρόληψης ώστε να μειωθεί η ανάγκη για επίδειξη δύναμης και να αυξηθεί η συλλογικότητα».
Ο κ. Σεραφείμ Δ. αναφέρει ότι «μπορείς να μιλήσεις για τη βία ορίζοντας τι είναι με βίντεο, με μελέτες περίπτωσης, με παιχνίδια, με πολυαισθηντηριακούς τρόπους. Είναι σημαντικό τα παιδιά καταλάβουν τι είναι βία και να την αναγνωρίσουν, αλλά και τι ο εκφοβισμός».
Μεγάλη αξία έχει, φυσικά, η συνεργασία εκπαιδευτικών και γονέων, καθώς και των ειδικών «που δυστυχώς λείπουν από τα δημόσια σχολεία. Το δικό μας τώρα δεν έχει ψυχολόγο, έχει μία κοινωνική λειτουργό. Δεν θα έπρεπε να υπάρχει ένας ψυχολόγος; Αυτό κάνει ξεκάθαρο ότι το θέμα είναι οικονομικό. Δεν επενδύουν, είμαστε νούμερα και αριθμοί. Λυπάμαι που το λέω έτσι, αλλά αυτό είμαστε. Όλοι γνωρίζουν τι πρέπει να κάνουν, αλλά δεν υπάρχει λύση, γιατί βλέπουν τα πάντα σαν χρήματα».
«Πρέπει και η οικογένεια να είναι λίγο ώριμη και να ακούει το σχολείο», όταν το παιδί «δημιουργεί συνεχώς προβλήματα και βλέπεις ότι ο γονιός δεν συνεργάζεται, εκεί δένονται τα χέρια σου γιατί δεν έχει δώσει η πολιτεία στο σχολείο πολύ μεγάλη δύναμη να αποφασίζει».
Στο σχολείο «προάγουμε την υγεία, τους υγιείς διαλόγους, δεν επιτρέπεται καμίας μορφής βία και εφαρμόζονται μέτρα κατά της θυματοποίησης. Ύστερα η δουλειά γίνεται σε επίπεδο τάξης και μετά σε ατομικό επίπεδο», υποστηρίζει η κ. Ελίνα Π.
Όπως τόνισε, χρειάζονται «προγράμματα πρόληψης για να αναγνωρίζουν και οι ίδιοι οι μαθητές τι συμπεριφορές πρέπει να γίνονται, πώς επιτρέπεται να μιλάμε, να λύνουμε τις διαφορές μας. Είναι οκ να θυμώνουμε, αλλά δεν είναι οκ να χτυπάμε, δηλαδή η διαφορά του συναισθήματος με την επιθετική συμπεριφορά».
Παράλληλα, σημαντικό είναι όταν εντοπίζεται παραβατική συμπεριφορά να μην απομονώνεται το παιδί από την τάξη και τα άλλα παιδιά, καθώς αποτελεί μέρος μίας ομάδας. Στόχος είναι να γίνουν προσπάθειες να λυθεί ομαδικά το ζήτημα.
Συμπληρώνοντας, τόνισε ότι «το σχολείο θα πρέπει να τα ενσωματώνει όλα τα παιδιά ανεξαρτήτως δυσκολιών. Θα πρέπει να είναι ένας ασφαλής χώρος».
Η τεχνολογία, τα social media και ο ψηφιακός εκφοβισμός
Πρόβλημα των καιρών μας αποτελεί και η ραγδαία ανάπτυξη της τεχνολογίας, η οποία έχει οδηγήσει σε μεγαλύτερες εντάσεις εκτός σχολικού χώρου, δίνοντας μία νέα διάσταση στο bullying.
Τα παιδιά πολύ συχνά τείνουν να μην αναφέρουν το bullying που δέχονται, σύμφωνα με την κοινωνική λειτουργό, «πόσω μάλλον το ηλεκτρονικό, γιατί πλέον βλέπεις στα σχολεία πολύ εκφοβισμό μέσω social media. Πώς μπορεί να στείλουν μία φωτογραφία, πώς θα αναπαραχθεί, τι μπορούν να πουν ότι έμαθαν, να σε βγάλουν από μία ομαδική γιατί είπες κάτι. Είναι αυτό που λέγαμε έμμεσο αποκλεισμό. Αυτό έχει ένα ψυχολογικό κόστος».
Τέτοια περιστατικά παίρνουν συχνά μία έκταση που δεν μπορείς να την ελέγξεις γιατί αυτά συμβαίνουν εκτός σχολείου, σε έναν διαδικτυακό χώρο, άυλο, επηρεάζοντας όμως, ως φυσική απόρροια τις σχέσεις εντός σχολείου.
Η σιωπή των θυμάτων και η ευθύνη της κοινωνίας
Αυτό που πρέπει να μας προβληματίσει είναι «γιατί ένα παιδί που δέχεται εκφοβισμό δεν το λέει στους γονείς του. Δηλαδή τα παιδιά, στους ανθρώπους που είναι οι φροντιστές τους και θα έπρεπε να νιώθουν την μεγαλύτερη ασφάλεια, δεν εκφράζουν όλον αυτόν τον πόνο και την βία που δέχονται», αναρωτιέται η κ. Ελίνα Π.
Τα παιδιά κάτω από την ψυχολογική πίεση των όσων έχουν βιώσει συχνά δεν αναφέρουν τον εκφοβισμό, ούτε σε εκπαιδευτικούς, αλλά ούτε και στους γονείς.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τα φαινόμενα να συνεχίζονται και συχνά οι μαθητές να επιβαρύνονται ψυχολογικά, μέσα από τον φόβο που νιώθουν για το τι μέλλει γενέσθαι από την στιγμή που θα αποκαλύψουν το περιστατικό. 
Η ευθύνη είναι συλλογική
Κοινή παραδοχή των εργαζόμενων στην εκπαίδευση αποτελεί το γεγονός ότι ο εκφοβισμός έχει από πίσω μία ευθύνη που αφορά κάθε σκέλος της κοινωνίας.
Διδάσκοντες, γονείς και κυβερνήσεις οφείλουν να λειτουργήσουν συνεργατικά προς το συμφέρον της εκπαίδευσης, αναζητώντας λύσεις για ένα όχι μονοδιάστατο πρόβλημα.
Στόχος είναι τα φαινόμενα να ενταχθούν στις ανάγκες του σήμερα, με μία βαθιά ανασκόπηση στις αιτίες και στον τρόπο που επηρεάζουν όλους τους εμπλεκόμενος, αποφεύγοντας δηκτικές και δεικτικές συμπεριφορές.
Μέσα στην εξίσωση αναγκαίοι κρίνονται και οι «μεταβλητές» της πολυεπιστημονικής προσέγγισης και της καλύτερης κατανόησης της τεχνολογίας, η οποία αλλάζει τα δεδομένα.
Παράλληλα, η οικογένεια οφείλει να βρει τρόπους να μεριμνά για τα παιδιά της και να ακούει τις συστάσεις των ειδικών.
Το σχολείο και εν γένει το εκπαιδευτικό σύστημα έχει υποχρέωση να γίνει χώρος μη τιμωρητικός, αλλά να «αγκαλιάσει» όλους τους μαθητές και να αναζητήσει τρόπους που θα ωθούν στην καλύτερη και αποτελεσματικότερη εκπαίδευση που θα κάνει διαυγές στους μαθητές τις «λάθος» πράξεις, που δεν έχουν χώρο στον σχολικό μικρόκοσμο. Μέσα από αυτή τη διαδικασία ο σκοπός πρέπει να είναι μακροπρόθεσμος και όχι επιφανειακός και σύντομος μέχρι το επόμενο περιστατικό bullying.
Από την Βασιλική Δρίβα
Πηγή: in.gr