Πολλοί γονείς σήμερα έχουν γνώση, ενημέρωση και διάθεση να μεγαλώσουν τα παιδιά τους με σεβασμό, όρια και ενσυναίσθηση. Κι όμως, στις δύσκολες στιγμές —στο κλάμα, στην ένταση, στις φωνές— κάνουν ακριβώς το αντίθετο από αυτό που θα ήθελαν. Δεν είναι έλλειψη αγάπης. Δεν είναι ότι «δεν προσπαθούν αρκετά». Είναι η εξάντληση, το λεγόμενο burnout.

Το χρόνιο στρες μειώνει την πρόσβαση σε περιοχές του εγκεφάλου που είναι υπεύθυνες για αυτοέλεγχο, ενσυναίσθηση και συνεργασία. Όσο πιο πιεσμένος είναι ένας γονιός, τόσο πιο δύσκολο είναι να συγκρατήσει μια παρορμητική αντίδραση. Μπορεί να ξέρει ακριβώς τι θα βοηθήσει το παιδί, αλλά να μην έχει την «εσωτερική ενέργεια» για να το εφαρμόσει.

Διαβάστε επίσης: Πώς να απαντάμε με «ευγένεια» στις ανεπιθύμητες γονεϊκές συμβουλές;

Το νευρικό σύστημα έχει δική του μνήμη

Σε στιγμές έντασης, το σώμα αντιδρά πριν προλάβει να σκεφτεί ο εγκέφαλος. Παλιά μοτίβα —από την παιδική ηλικία, από φράσεις που ακούγαμε, από τρόπους που μεγαλώσαμε— ενεργοποιούνται αυτόματα. Ακόμη και άνθρωποι που έχουν δουλέψει με τον εαυτό τους ή έχουν διαβάσει σχετικά με τη θετική πειθαρχία μπορούν να «γυρίσουν» σε παλιές αντιδράσεις χωρίς να το θέλουν.

Κι αυτό δεν σημαίνει ότι είχαν «άσχημη» παιδική ηλικία. Μερικές φορές απλώς δεν είχαν τις συναισθηματικές ανάγκες τους πλήρως καλυμμένες, και το σώμα τους σήμερα αντιδρά σαν να ξαναζεί εκείνη την έλλειψη.

Το burnout μπορεί να είναι αόρατο

Η κόπωση δεν είναι μόνο θέμα ύπνου. Είναι το συναισθηματικό φορτίο: δύο παιδιά που κλαίνε ταυτόχρονα, δουλειές, υποχρεώσεις, συνεχείς ανάγκες που πρέπει να καλυφθούν… όλα αυτά εξαντλούν τα αποθέματα υπομονής και ηρεμίας. Όταν αυτά αδειάσουν, η αντίδραση γίνεται πιο γρήγορη, πιο έντονη, πιο αυτόματη.

Και μετά έρχεται το γνωστό συναίσθημα: ενοχή. «Το ήξερα ότι δεν έπρεπε να φωνάξω». «Υποσχέθηκα ότι δεν θα το ξανακάνω».

Eίναι μια κατάσταση χρόνιας σωματικής, ψυχικής και συναισθηματικής εξάντλησης που προκύπτει από τις απαιτήσεις και τις ευθύνες της γονεϊκότητας, οδηγώντας σε συναισθηματική αποστασιοποίηση από τα παιδιά και αίσθημα αναποτελεσματικότητας. Μπορεί να συμβεί σε όλους τους γονείς και προκαλείται από παράγοντες όπως το φορτωμένο πρόγραμμα, η έλλειψη υποστήριξης και οι μη ρεαλιστικές προσδοκίες.

Η απόσταση ανάμεσα στο «ξέρω τι να κάνω» και στο «το κάνω στην πράξη» είναι καθαρά θέμα κατάστασης του νευρικού συστήματος. Όταν ο εγκέφαλος βρίσκεται σε στρες, οι δεξιότητες αυτορρύθμισης δεν ενεργοποιούνται. Και δεν γίνεται να μάθεις νέες συμπεριφορές μέσα στις πιο δύσκολες στιγμές της ημέρας.

Η κατανόηση αυτής της διαφοράς —ανάμεσα στις αξίες και στην πραγματική ικανότητα τη δεδομένη στιγμή— βοηθάει τους γονείς να αφήσουν την αυτοκριτική και να επικεντρωθούν σε αυτό που έχει πραγματική σημασία: στο να γεμίσουν ξανά τα «εσωτερικά αποθέματα» που χρειάζονται για να εφαρμόσουν όσα ήδη γνωρίζουν.