Πολλά παιδιά είναι «δύσκολα» στο φαγητό τους. Γκρινιάζουν και προτιμούν κάτι άλλο από αυτό που μαγειρεύουν οι γονείς. Έτσι, εκείνοι αναγκάζονται να φτιάχνουν ειδικά πιάτα μόνο για το παιδί. Αυτό όμως διαφέρει από το να αρνούνται τα παιδιά πεισματικά σχεδόν κάθε φαγητό.

Διαβάστε επίσης: 10 θρεπτικά συστατικά που χρειάζεται κάθε παιδί

Σε έρευνα που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό JAMA Pediatrics, οι ερευνητές εξέτασαν τη σημασία του να διακρίνουμε το καθημερινό, «ιδιαίτερο» φαγητό -μια κοινή πηγή εκνευρισμού για τους γονείς– από την έντονη, επίμονη αποφυγή φαγητού που φτάνει σε επίπεδο διαταραχής.

Ποιοι είναι οι μικροί picky eaters;

Αναφέρεται σε άτομα, συνήθως παιδιά, που αρνούνται να φάνε ορισμένες τροφές ή έχουν πολύ περιορισμένες προτιμήσεις στο τι τρώνε. Μπορεί να είναι κάτι προσωρινό ή φυσιολογικό στη φάση της παιδικής ανάπτυξης, αλλά σε ακραίες ή επίμονες περιπτώσεις μπορεί να σχετίζεται με διαταραχές πρόσληψης τροφής, όπως η ARFID (Avoidant/Restrictive Food Intake Disorder).

Παιδιά και διαταραχή αποφυγής-περιορισμένης πρόσληψης τροφής

Η ARFID -ελληνιστί διαταραχή αποφυγής-περιορισμένης πρόσληψης τροφής- είναι μια κλινική κατάσταση όπου το άτομο αρνείται ή περιορίζει υπερβολικά την κατανάλωση τροφής, όχι λόγω ανησυχίας για το βάρος ή την εικόνα του σώματος, αλλά συχνά λόγω αισθητικών αντιδράσεων, δυσανεξίας ή φόβου για πνιγμό ή δυσπεψία. Μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρές θρεπτικές ελλείψεις, ανάπτυξη προβλημάτων υγείας και συναισθηματικές δυσκολίες, ιδιαίτερα στα παιδιά.

Τι έδειξε η έρευνα

Η ομάδα των μελετητών διαπίστωσε ότι τα παιδιά με τέτοια διαταραχή διατροφικής συμπεριφοράς είχαν σημαντικά περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν αναπτυξιακές δυσκολίες σε σύγκριση με παιδιά με τυπικές διατροφικές συνήθειες.

Αυτές οι δυσκολίες αφορούσαν συναισθηματικούς, γνωστικούς και κοινωνικούς τομείς, σύμφωνα με προηγούμενες μελέτες που συνδέουν τον περιορισμένο τρόπο διατροφής με καταστάσεις όπως άγχος, προβλήματα προσοχής και αυτισμό.

Τα παιδιά με τέτοιου είδους διαταραχή, στην εν λόγω μελέτη, είχαν επίσης περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν σωματικά προβλήματα, όπως γαστρεντερικές διαταραχές.

Παράλληλα, οι ερευνητές εντόπισαν συσχέτιση της συγκεκριμένης διαταραχής με ένα γονίδιο, που εμπλέκεται στη ρύθμιση της όρεξης και είχε συνδεθεί προηγουμένως με την παχυσαρκία και τις διατροφικές συμπεριφορές. Επίσης, οι εκτιμήσεις για την κληρονομικότητα κυμαίνονταν από 8% έως 16%, μια μικρή αλλά ουσιαστική γενετική συμβολή, που υποδηλώνει ότι η βιολογία παίζει μετρήσιμο ρόλο.

Επιπλέον, οι ερευνητές βρήκαν μικρές έως μέτριες γενετικές συσχετίσεις με διάφορα άλλα χαρακτηριστικά, όπως ψυχικές διαταραχές, γνωστικές ικανότητες και γαστρεντερικές διαταραχές. Αυτή η αλληλεπίδραση μπορεί να εξηγεί γιατί τα αυτά τα παιδιά συχνά αντιμετωπίζουν ευρύτερες αναπτυξιακές δυσκολίες.