Η γονεϊκότητα συχνά παρουσιάζεται ως μια πηγή βαθιάς χαράς αλλά και αυξημένων απαιτήσεων. Νέα έρευνα από το University College London δείχνει ότι η επίδρασή της στην ψυχική υγεία είναι πολυδιάστατη: αν και συνδέεται με ελαφρώς καλύτερη συναισθηματική ευημερία, οι κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες εξακολουθούν να παίζουν καθοριστικό ρόλο στο πώς βιώνουν οι γονείς τη μετάβαση στο νέο τους ρόλο.

Η μελέτη ανέλυσε δεδομένα από περισσότερους από 7.000 millennials που έχουν γεννηθεί το 1989–90 και συμμετέχουν στη μακροχρόνια έρευνα Next Steps. Στα 32 τους χρόνια, όσοι είχαν ήδη αποκτήσει παιδί ανέφεραν, κατά μέσο όρο, ελαφρώς λιγότερα συμπτώματα άγχους και κατάθλιψης σε σχέση με συνομηλίκους χωρίς παιδιά. Παράλληλα, δήλωσαν μεγαλύτερη ικανοποίηση από τη ζωή τους.

Διαβάστε επίσης: Γονείς: Πόσο μπορούμε να εμπιστευτούμε το ένστικτο;

Ενδιαφέρον εύρημα είναι ότι η διαφορά στην ικανοποίηση ζωής μεταξύ γονέων και μη-γονέων ήταν μεγαλύτερη στους άνδρες. Αυτό υποδηλώνει ότι η γονεϊκότητα ενδέχεται να λειτουργεί πιο ενισχυτικά ως προς την ευημερία τους, χωρίς όμως να εξαλείφει πλήρως τα επίπεδα ψυχικού φορτίου.

Για τις γυναίκες, η εικόνα είναι πιο σύνθετη. Οι μαμάδες εμφάνισαν υψηλότερα επίπεδα ψυχολογικής δυσφορίας από τους μπαμπάδες, αλλά η συνολική τους ικανοποίηση από τη ζωή κινήθηκε σε παρόμοια επίπεδα.

Πώς οι κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες επηρεάζουν τους γονείς

Παρά τη θετική συσχέτιση της γονεϊκότητας με την ευημερία, σημαντικές ανισότητες στην ψυχική υγεία παραμένουν. Τα άτομα που ζούσαν μόνα τους—γονείς ή μη—είχαν μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης δυσφορίας. Η έλλειψη σταθερού συντρόφου συνδέθηκε με μεγαλύτερη συναισθηματική πίεση, κάτι που έγινε ακόμη πιο έντονο στους γονείς, όπου οι καθημερινές απαιτήσεις είναι αυξημένες.

Η οικονομική σταθερότητα αναδείχθηκε ως κρίσιμος παράγοντας ευεξίας. Ζευγάρια όπου και οι δύο σύντροφοι ήταν άνεργοι εμφάνισαν σημαντικά υψηλότερα επίπεδα άγχους και συναισθηματικής δυσκολίας σε σχέση με ζευγάρια που εργάζονταν. Το εύρημα αυτό επιβεβαιώνει ότι η οικονομική ανασφάλεια αποτελεί σημαντικό στρεσογόνο παράγοντα, ο οποίος μπορεί να επιβαρύνει ιδιαίτερα τους γονείς μικρών παιδιών.

Η ηλικία και ο αριθμός παιδιών ως παράγοντες κινδύνου

Η έρευνα κατέγραψε επίσης ότι όσοι έγιναν γονείς σε μικρότερη ηλικία είχαν αυξημένη πιθανότητα να εμφανίσουν δυσκολίες στα 32 τους. Αντίθετα, όσο μεγαλύτερη ήταν η ηλικία κατά τη γέννηση του πρώτου παιδιού, τόσο καλύτερους δείκτες ευεξίας εμφάνιζαν οι γονείς.

Παράλληλα, η αύξηση του αριθμού των παιδιών σχετίστηκε με μεγαλύτερο ψυχικό φορτίο, κυρίως για τις μητέρες. Το αποτέλεσμα αυτό μπορεί να συνδέεται με την πολλαπλή επιβάρυνση, την κόπωση, αλλά και τις αυξημένες οικονομικές απαιτήσεις των μεγαλύτερων οικογενειών.

Μέτρα όπως η ευέλικτη εργασία και η γονική άδεια μπορούν να λειτουργήσουν προστατευτικά. Η έρευνα επισημαίνει επίσης την ανάγκη στοχευμένης ψυχοκοινωνικής υποστήριξης για συγκεκριμένες ομάδες, όπως νεαρούς γονείς, μονογονεϊκές και πολύτεκνες οικογένειες.