Νέα αμερικανική έρευνα δείχνει ότι οι έφηβοι με υψηλά επίπεδα κοινωνικού άγχους βασίζονται σε μεγάλο βαθμό σε μη βοηθητικές νοητικές συνήθειες για να διαχειριστούν το καθημερινό τους στρες.
Διαβάστε επίσης: Masking: Τι είναι και πως επηρεάζει τους έφηβους
Οι έφηβοι δεν στερούνται απαραίτητα θετικών δεξιοτήτων αντιμετώπισης, όμως φαίνεται να καταφεύγουν δυσανάλογα σε αρνητικές στρατηγικές, όπως η υπερβολική ανησυχία. Αυτό το συγκεκριμένο μοτίβο συμπεριφοράς ισχύει ανεξάρτητα από την ηλικία ή το φύλο του εφήβου. Τα ευρήματα της εν λόγω έρευνας δημοσιεύτηκαν στο επιστημονικό περιοδικό Journal of Early Adolescence.
Έφηβοι και αλλαγές στην ψυχολογία
Η εφηβεία αποτελεί μια ξεχωριστή αναπτυξιακή περίοδο, που χαρακτηρίζεται από βαθιές αλλαγές στην κοινωνική λειτουργικότητα. Οι έφηβοι αρχίζουν να έρχονται συχνότερα αντιμέτωποι με διαπροσωπικούς στρεσογόνους παράγοντες, όπως συγκρούσεις με συνομηλίκους ή κοινωνικό αποκλεισμό, σε σύγκριση με την παιδική ηλικία.
Αυτή η μετάβαση συχνά συνοδεύεται από αύξηση των συμπτωμάτων άγχους. Για τους εφήβους που είναι ιδιαίτερα αγχώδεις, οι συνηθισμένες προκλήσεις μπορεί να βιώνονται ως συντριπτικές.
Οι ειδικοί ψυχικής υγείας αναγνωρίζουν ότι ο τρόπος με τον οποίο ένα άτομο ρυθμίζει τα συναισθήματά του απέναντι στο στρες αποτελεί βασικό προγνωστικό δείκτη της συνολικής ψυχολογικής του υγείας.
Πώς βιώνουν τα αρνητικά συναισθήματα οι αγχώδεις έφηβοι
Προηγούμενες έρευνες έχουν δείξει ότι οι αγχώδεις νέοι βιώνουν πιο έντονα αρνητικά συναισθήματα μετά από δύσκολα γεγονότα. Άλλες μελέτες υποστήριξαν επίσης ότι αυτοί οι νέοι είναι λιγότερο αποτελεσματικοί στη ρύθμιση των συγκεκριμένων συναισθημάτων σε σύγκριση με τους λιγότερο αγχώδεις συνομηλίκους τους.
Η ερευνητική ομάδα της μελέτης στόχευσε να εξετάσει αν το κοινωνικό άγχος προβλέπει τον τρόπο με τον οποίο οι έφηβοι διαχειρίζονται τα συναισθήματά τους σε πραγματικό χρόνο. Οι ερευνητές υπέθεσαν ότι ο φόβος της αρνητικής αξιολόγησης, που αποτελεί κεντρικό στοιχείο του κοινωνικού άγχους, θα ενεργοποιούσε συγκεκριμένες συναισθηματικές αντιδράσεις απέναντι στους καθημερινούς διαπροσωπικούς στρεσογόνους παράγοντες.
Τι έδειξε η έρευνα για την αντιμετώπιση του κοινωνικού άγχους
Η μελέτη διέκρινε δύο ευρείες κατηγορίες ρύθμισης συναισθήματος. Η πρώτη περιλαμβάνει τις προσαρμοστικές στρατηγικές, δηλαδή γενικά βοηθητικές συμπεριφορές όπως η επίλυση προβλημάτων ή η αναζήτηση κοινωνικής υποστήριξης.
Η δεύτερη περιλαμβάνει τις μη προσαρμοστικές στρατηγικές, δηλαδή μη βοηθητικές αντιδράσεις όπως η μηρυκαστική σκέψη και η ανησυχία. Η μηρυκαστική σκέψη αφορά στην επαναλαμβανόμενη ενασχόληση με τη δυσφορία χωρίς να βρίσκεται λύση, ενώ η ανησυχία αφορά στην επαναλαμβανόμενη αρνητική σκέψη για το μέλλον.
Η μελέτη περιέλαβε 146 εφήβους, ηλικίας 10 έως 14 ετών. Περίπου οι μισοί συμμετέχοντες ήταν κορίτσια. Οι συμμετέχοντες είχαν μαζί τους ένα smartphone με ειδική εφαρμογή για εννέα ημέρες. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, λάμβαναν ειδοποιήσεις για να συμπληρώνουν σύντομα ερωτηματολόγια τρεις έως τέσσερις φορές την ημέρα.
Σε κάθε ερωτηματολόγιο, οι έφηβοι ανέφεραν τη χειρότερη διάθεση που είχαν βιώσει την προηγούμενη ώρα και τι είδους γεγονός την προκάλεσε. Οι ερευνητές κατηγοριοποίησαν τα γεγονότα ως διαπροσωπικούς στρεσογόνους παράγοντες (π.χ. καβγάδες με φίλους) ή μη διαπροσωπικούς (π.χ. ακαδημαϊκή πίεση). Στη συνέχεια, οι συμμετέχοντες αξιολογούσαν πόσο χρησιμοποίησαν διάφορες στρατηγικές αντιμετώπισης ως απάντηση σε εκείνο το γεγονός.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ένα σαφές μοτίβο σε σχέση με τα συμπτώματα κοινωνικού άγχους. Οι έφηβοι με υψηλότερα επίπεδα κοινωνικού άγχους ήταν πιο πιθανό να χρησιμοποιούν μη προσαρμοστικές στρατηγικές ρύθμισης όταν αντιμετώπιζαν διαπροσωπικό στρες. Συγκεκριμένα, εμπλέκονταν περισσότερο σε επαναλαμβανόμενη αρνητική σκέψη.