Συνήθως συμβαίνει γύρω στα μεσάνυχτα. Την ώρα που βρίσκεστε στον πιο βαθύ ύπνο, ένα ουρλιαχτό από το παιδικό δωμάτιo σας κάνει να πετάγεστε από το κρεβάτι. Τρέχετε στο κρεβάτι του παιδιού και το βρίσκετε καθιστό με τα μάτια ορθάνοιχτα να κλαίει τρομαγμένο. Προσπαθείτε να το ηρεμήσετε, ακόμα και να του φωνάξετε, αλλά δείχνει να μην μπορεί να επικοινωνήσει μαζί σας. Η διάγνωση είναι «Pavor nocturnes» ή αλλιώς «κρίση νυχτερινού τρόμου». Ένα απόλυτα αβλαβές φαινόμενο που εκδηλώνεται, βάσει αμερικανικής έρευνας, στο 39% των παιδιών νηπιακής ηλικίας και συγκεκριμένα μεταξύ δύο και επτά ετών. Οι περισσότεροι γονείς την πρώτη φορά που βλέπουν το παιδί τους σε κρίση νυχτερινού τρόμου από τη μία σοκάρονται και από την άλλη αισθάνονται ανήμποροι να κάνουν κάτι για να το βοηθήσουν, αφού παρ’ όλες τις προσπάθειές τους δεν καταφέρνουν να το συνεφέρουν. Είναι αλήθεια πως εκείνη την ώρα το παιδί βιώνει μια κατάσταση στην οποία ο γονιός δεν έχει καμιά πρόσβαση. Όμως αυτό το στοιχείο κάνει ακόμα πιο επιτακτική την ανάγκη του να γνωρίζει τι ακριβώς του συμβαίνει.
Τρόμος vs εφιάλτης
Ο ύπνος είναι ένα κύκλος, βαθύς, ελαφρύς, ύπνος με όνειρα που διακόπτεται από τακτικές σύντομες περιόδους ξυπνήματος. Πρώτα αποκοιμιόμαστε, μετά μπαίνουμε στην πιο βαθιά κατάσταση αναισθησίας, ονειρευόμαστε για λίγο, ακολουθεί μια ελαφρύτερη φάση όπου έχουμε προσωρινά συναίσθηση του εαυτού μας, τεντωνόμαστε, γυρίζουμε πλευρό και μετά αποκοιμιόμαστε ξανά και ο κύκλος επαναλαμβάνεται. Συνήθως τα νεογέννητα έχουν κύκλο ύπνου συντομότερο από μία ώρα, τα νήπια περίπου μία ώρα και ένα τέταρτο, ενώ οι ενήλικοι κοιμούνται συνεχόμενα για μιάμιση ώρα μεταξύ των ξυπνημάτων. Όπως οι ενήλικοι έτσι και τα παιδιά περνάνε κατά τη διάρκεια της νύχτας από πέντε στάδια ύπνου. Ανάμεσα σε αυτά συγκαταλέγονται η φάση που ονομάζεται «βαθύς ύπνος» και η φάση «REM», του λεγόμενου «ονειρογόνου ύπνου». Σε αυτή τη δεύτερη φάση ο εγκέφαλος του παιδιού επεξεργάζεται όλα όσα βίωσε κατά τη διάρκεια της ημέρας που πέρασε. Επειδή, μάλιστα, τα μικρά παιδιά μαθαίνουν συνεχώς καινούργια πράγματα, ονειρεύονται τη νύχτα ιδιαίτερα συχνά. Η συστηματική μελέτη της «ονειρογόνου» φάσης REM στους ανθρώπους έδειξε ότι αυτή εμφανίζεται ήδη από την εμβρυϊκή ηλικία, ενώ στα νεογέννητα και στα βρέφη καταλαμβάνει το 80% του συνολικού χρόνου που κοιμούνται. Όσο μεγαλώνουμε, η φάση αυτή στη διάρκεια του ύπνου μειώνεται σταδιακά από τις οχτώ ώρες που διαρκεί στα νεογέννητα στα εξήντα έως ενενήντα λεπτά στους ενηλίκους. Πρακτικά, όση ώρα κοιμόμαστε, οι αλλαγές των διάφορων σταδίων υπό κανονικές συνθήκες δεν γίνονται αντιληπτές. Μάλιστα, κατά τη διάρκεια της νύχτας ένα παιδί μπορεί να ξυπνήσει έως και πέντε φορές, να ανακαθίσει, να κοιτάξει τριγύρω, να παίξει με τα παιχνίδια που έχει στο κρεβάτι, να κλοτσήσει τα σκεπάσματά του και μετά ίσως να κλαψουρίσει λίγο πριν το ξαναπάρει ο ύπνος. Αυτή ακριβώς η λειτουργία είναι που διαταράσσεται κατά τη διάρκεια μιας κρίσης νυχτερινού τρόμου. Το παιδί ξυπνάει από τον βαθύ ύπνο δίχως όμως να έχει ολοκληρωθεί αυτή η φάση. Αυτό σημαίνει ότι μεμονωμένα σημεία του εγκεφάλου βρίσκονται ακόμη σε βαθύ ύπνο, ενώ κάποια άλλα έχουν ήδη περάσει στην ονειρογόνο φάση. Αυτή η διαδικασία ευθύνεται για τη δημιουργία μιας «σύγχυσης» στον εγκέφαλο του παιδιού. Άλλο ένα χαρακτηριστικό της κρίσης νυχτερινού τρόμου είναι ότι παρουσιάζεται αποκλειστικά και μόνο κατά τον βαθύ ύπνο, μία έως τρεις ώρες αφότου το παιδί έχει αποκοιμηθεί. Μερικοί γονείς όταν βλέπουν το παιδί τους να βιώνει μια τέτοια κρίση πιστεύουν ότι το τρόμαξε κάποιος εφιάλτης. Όμως η κρίση νυχτερινού τρόμου δεν έχει καμιά σχέση με τους εφιάλτες. Ένα παιδί όταν βλέπει κακό όνειρο και του μιλήσουμε θα ξυπνήσει, αντίθετα όταν βρίσκεται σε κατάσταση τρόμου είναι αδύνατον να επικοινωνήσουμε μαζί του. Ακόμη κι αν έχει τα μάτια του ανοιχτά, δεν έχουμε καμιά απολύτως «πρόσβαση» σε αυτό. Επίσης, δεν θυμάται τίποτα την επόμενη ημέρα, σε αντίθεση με το παιδί που βλέπει εφιάλτη και πολλές φορές παραμένει για ώρες φοβισμένο και εξαντλημένο από το κακό όνειρο που διέκοψε τον ύπνο του. Πάντως, είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ότι όσο σπαρακτικά κι αν κλαίνε τα παιδιά κατά τη διάρκεια μια κρίσης, δεν αισθάνονται κανέναν απολύτως πόνο.
Τι μπορεί να κάνει ο γονιός;
Το πιο σημαντικό είναι να παραμείνει ψύχραιμος, να το παρατηρήσει και να μην επέμβει παρά μόνο αν το παιδί κινδυνεύει να χτυπήσει. Είναι λοιπόν συνετό να εξασφαλίσει ότι δεν θα τραυματιστεί απομακρύνοντας οποιοδήποτε αντικείμενο είναι επάνω ή κοντά στο κρεβάτι του και θα μπορούσε να το πληγώσει. Κατά τα άλλα, δεν υπάρχει κανένας λόγος να ανησυχεί. Άλλωστε, το «pavor nocturnes» δεν είναι ασθένεια. Όπως και η υπνοβασία, συγκαταλέγεται στις ήπιες και ακίνδυνες διαταραχές ύπνου. Δεν πρόκειται για ψυχική αρρώστια ούτε παραπέμπει σε κακή ανατροφή και διαπαιδαγώγηση. Μπορεί να υπάρξουν επαναλαμβανόμενα επεισόδια, αλλά είναι εξαιρετικά σπάνιο να χρειάζεται κάποια αγωγή πέρα από το να αφήσουμε το χρόνο να θεραπεύσει την κατάσταση. Είναι μάλλον απίθανο οι νυχτερινοί τρόμοι να οφείλονται σε κάποιον συγκεκριμένο αντιμετωπίσιμο παράγοντα που να έχει προκαλέσει άγχος στο παιδί. Κάτι άλλο που έχει παρατηρηθεί είναι πως ένα μικρό ποσοστό νηπίων που βιώνουν κρίσεις νυχτερινού τρόμου, στην ηλικία του δημοτικού μπορεί να υπνοβατούν. Η κρίση νυχτερινού τρόμου αποτελεί λόγο ανησυχίας μόνο όταν συνοδεύεται από νυχτερινή ενούρηση, έντονη εφίδρωση, ροχαλητό και τρέμουλο. Σε αυτή την περίπτωση είναι σημαντικό να απευθυνθούμε άμεσα στον παιδίατρό μας, ο οποίος πιθανότατα να μας παραπέμψει σε ινστιτούτο ύπνου. .
Με τη συνεργασία της Μαρίας Σκαπέρα (Μ. Ed ψυχοπαιδαγωγός, εκπαιδευτικός σύμβουλος).