Γιατί τα παιδιά θέλουν τη μαμά τους; Σύμφωνα με τους ψυχολόγους, όλα τα μικρά παιδιά δείχνουν την προτίμησή τους σε ένα γονιό. Τα αγόρια, ιδιαίτερα από τα 2,5-3 χρόνια έως τα 5-6, αναπτύσσουν μια ιδιαίτερη έλξη και αγάπη προς τη μητέρα, ενώ παράλληλα νιώθουν αντιπάθεια και ενοχή για τον πατέρα. Αντίστοιχα, τα κορίτσια αισθάνονται αδυναμία προς τον πατέρα τους. Αυτή είναι μια φυσιολογική φάση, που αποδεικνύει τη συναισθηματική και νοητική τους εξέλιξη αλλά και τις πρώτες ενδείξεις για τη σεξουαλική τους αναζήτηση. Ωστόσο, μέσα στα φυσιολογικά πλαίσια υπάρχουν πάντα κάποιοι παράγοντες που επηρεάζουν το πόσο προσκολλημένο είναι ένα παιδί στη μαμά ή στον μπαμπά. Αυτοί είναι: Η ηλικία: Μέχρι και τα 3 περίπου χρόνια, τα παιδιά «δένονται» με αυτόν που τα φροντίζει. Μεταξύ 3 και 5 ετών, αρχίζουν να ενδιαφέρονται περισσότερο για τα παιχνίδια των ρόλων και τείνουν να δένονται με το γονιό του ίδιου φύλου.  Ο χρόνος που περνάμε μαζί τους: Συνήθως ο γονιός που περνάει περισσότερο χρόνο με το παιδί είναι η μητέρα. Έτσι, εκείνο αυτήν ξέρει καλύτερα, αυτήν έχει συνηθίσει και αυτήν έχει τον τρόπο να χειρίζεται ευκολότερα. Οι δύσκολες φάσεις: Όταν τα παιδιά είναι κουρασμένα, άρρωστα ή χρειάζονται ασφάλεια και επιβεβαίωση, είναι φυσικό να στρέφονται προς το γονιό που συνήθως τα φροντίζει, που είθισται να είναι η μαμά.  Ο φόβος του αποχωρισμού Τα περισσότερα παιδιά -μέχρι μια ηλικία τουλάχιστον- βιώνουν μια σχέση εξάρτησης από τη μαμά τους. Κι αυτό είναι άκρως φυσιολογικό, όπως μας διαβεβαιώνουν οι ειδικοί, αρκεί να αφορά συγκεκριμένο και οριοθετημένο χρονικό διάστημα. Γύρω στον 7ο μήνα της ζωής, διαμορφώνεται ένας ισχυρός συναισθηματικός δεσμός ανάμεσα στο παιδί και τη μητέρα του. Αυτή η «προσκόλληση» είναι απόλυτα φυσιολογική, δεδομένου ότι το παιδί είναι άμεσα συνδεδεμένο με τη μητρική παρουσία και φροντίδα και φοβάται μήπως η μητέρα του φύγει μακριά ή το εγκαταλείψει, βιώνει δηλαδή το λεγόμενο «άγχος του αποχωρισμού». Το άγχος αυτό έχει ανοδική πορεία, με κορύφωση στο διάστημα μεταξύ 13ου και 18ου μήνα, και κατόπιν αρχίζει να ελαττώνεται σταδιακά. Έπειτα από το 3ο έτος υποχωρεί, και τα περισσότερα παιδιά ξεπερνούν το φόβο τους και μπορούν να μείνουν σε ένα χώρο με άλλα άτομα, χωρίς να βιώνουν έντονα αρνητικά συναισθήματα για την απουσία της μητέρας τους. Είναι σημαντικό η εξάρτηση αυτή σταδιακά να ελαττωθεί, ώστε το παιδί να κόψει τον «ψυχολογικό ομφάλιο λώρο», να ανεξαρτητοποιηθεί και να εξελιχθεί σε μια αυτόνομη και ολοκληρωμένη προσωπικότητα. Η υπερνίκηση του άγχους του αποχωρισμού σηματοδοτεί την κοπή αυτού του «ομφάλιου λώρου» και αποτελεί επίτευγμα για την πορεία του προς τη συναισθηματική ωριμότητα.  «Μήπως φταίω εγώ;» Θεωρητικά, από τότε που οι γυναίκες μπήκαν δυναμικά στην αγορά εργασίας και έγιναν ισότιμες κοινωνικά με τους άντρες, απενοχοποιήθηκαν σε σχέση με τα παιδιά και την οικογένειά τους. Όμως, αυτό ισχύει πράγματι μόνο στη θεωρία, γιατί ο διπλός (ή και πολλαπλός) ρόλος -εργαζόμενη και μητέρα- όχι μόνο δεν τις απάλλαξε, αλλά τις επιβάρυνε με πολλές ακόμη ευθύνες. Οι περισσότερες, παλεύοντας να ισορροπήσουν ανάμεσα στους ρόλους που έχουν αναλάβει, συχνά δεν αισθάνονται καθόλου «καλές μητέρες». Από τη μία θέλουν να είναι όλα τέλεια για το παιδί, από την άλλη έχουν τεράστιες τύψεις όταν το αφήνουν σε χέρια «τρίτων». Ωστόσο, σε πείσμα της μητρικής τελειομανίας και της «συγκεντρωτικής» διάθεσης, είναι πιο εύκολο για μια γυναίκα να είναι «καλή» μητέρα, αν μπορεί να μοιραστεί αυτόν το ρόλο της με τον έτερο βασικό ενδιαφερόμενο για την ευημερία του παιδιού,  τον πατέρα. «Πότε να ανησυχήσω;» Τι γίνεται όταν παιδιά ηλικίας 3 ετών και πάνω εμφανίζουν συμπεριφορά υπερεξάρτησης από τη μητέρα; Για να διαπιστώσετε αν όντως συμβαίνει κάτι τέτοιο, αναζητήστε τα εξής σημάδια:  Το παιδί δεν κάνει απολύτως τίποτα χωρίς τη μαμά του. Για την ολοκλήρωση οποιασδήποτε διαδικασίας, ζητά τη βοήθειά της, ακόμη κι όταν αυτή είναι περιττή. Προσπαθεί συνεχώς να εξασφαλίζει σωματική επαφή με τη μητέρα του και απαιτεί να είναι διαρκώς γραπωμένο πάνω της. Προσπαθεί να είναι πάντα το επίκεντρο του ενδιαφέροντος, προκειμένου να κερδίζει συνεχώς την προσοχή της.  Ζητάει συνεχώς την επιβεβαίωσή της. Το παιδί δεν πιστεύει στις δυνάμεις του και νιώθει έντονα την ανάγκη συναισθηματικής υποστήριξης και ενθάρρυνσης για κάθε του πράξη.  Αρνείται πεισματικά να μείνει οπουδήποτε δεν βρίσκεται εκείνη παρούσα.  «Πως να το βοηθήσω;» Για να το βοηθήσετε να απαγκιστρωθεί από εσάς και να απεξαρτηθεί από την παρουσία σας, πρωταρχικά θυμηθείτε πως κάθε σχέση θέλει «χτίσιμο». Από τη βρεφική ακόμα ηλικία, οφείλουμε να εξηγούμε στα παιδιά οτιδήποτε τα αφορά. Όταν πρόκειται να λείψουμε, πρέπει να λέμε: «Η μαμά θα πάει σε μια δουλειά, και αργότερα θα είναι πάλι μαζί σου». Με την επανάληψη, το παιδί αρχίζει να κατανοεί την κατάσταση που βιώνει.  Ακόμη κι όταν είστε στο σπίτι, αφήστε το να παίζει μόνο του. Μην του το επιβάλλετε, αλλά, όταν βλέπετε ότι παίζει ήρεμα, μη διακόπτετε τη ροή του παιχνιδιού. Αποφύγετε την υπερπροστασία, γιατί ενισχύει την εξάρτηση και ευνουχίζει συναισθηματικά το παιδί γεμίζοντάς το φόβους, ανασφάλεια και ανικανότητα να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα μόνο του, και επιβραβεύστε τις προσπάθειές του όταν κάνει κάτι μόνο του. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να «ψυχράνετε» τη στάση σας απέναντί του. Άλλωστε, αν είστε υπερβολικά συγκρατημένες στις εκδηλώσεις της αγάπης σας, κάνετε το παιδί να σας αναζητά περισσότερο. Τέλος, συζητήστε με το σύντροφό σας και συμφωνήστε σε μια κοινή γραμμή πλεύσης, που όμως πρέπει να τηρείτε και οι δύο. Είναι σημαντικό μπροστά στο παιδί ο ένας να υποστηρίζει τον άλλον και να έχετε ένα ενιαίο μέτωπο, ώστε το παιδί να καταλάβει ότι δεν έχει ελπίδες να «ρίξει» τον έναν από τους δύο. Και, βέβαια, ξαναμοιράστε την «τράπουλα των καθηκόντων» του σπιτιού.  Με τη συνεργασία της Κατερίνας Θεοδωρίδου (ψυχολόγος – ψυχοθεραπεύτρια).