Οι έρευνες σχετικά με την ταυτότητα του φύλου ξεκίνησαν τη δεκαετία του ’70 και τα συμπεράσματά τους μας επέτρεψαν στο πέρασμα του χρόνου να αποκωδικοποιήσουμε κάποιες συμπεριφορές σχετικές με την κοινωνική εξέλιξη των παιδιών.
Βιολογία και κοινωνιολογία
Το βιολογικό φύλο (sex) ενός ατόμου είναι γενετικά καθορισμένο, ενώ υπάρχει και το κοινωνικό φύλο (gender), που είναι πολιτισμικά και κοινωνικά κατασκευασμένο. Ένα από τα πρώτα -αν όχι το πρώτο- πράγματα που ρωτούν οι γονείς στον υπέρηχο είναι το φύλο του παιδιού τους. Αυτόματα, αμέσως μετά, το δεύτερο που κάνουν είναι να ονειρεύονται (συνειδητά ή ασυνείδητα) το μέλλον του. Σχεδόν πάντα οι γονείς έχουν διαφορετικές προσδοκίες από τα αγόρια και άλλες από τα κορίτσια, με αποτέλεσμα να τα επιβραβεύουν για διαφορετικές πράξεις. Συχνά ενθαρρύνουν τους γιους τους να είναι πιο ανταγωνιστικοί και ανεξάρτητοι σε σχέση με τις κόρες τους. Στα αγόρια δίνουν ηλεκτρονικά παιχνίδια και όπλα και στις κόρες κούκλες και κουζινικά. Ένα αγόρι που παίζει με κούκλες θα προκαλέσει την αμηχανία, αν όχι την αντίδραση των γονιών του, με αποτέλεσμα να αποθαρρύνεται από τα «κοριτσίστικα» παιχνίδια. Έτσι, μέσα από αυτές τις διαδικασίες, τα αγόρια και τα κορίτσια αποκτούν διαφορετικές εμπειρίες ανάλογα με το φύλο τους, και σαν αποτέλεσμα διαφορετικές συνήθειες και χαρακτηριστικά προσωπικότητας.
«Θέλεις να παίξουμε τη μαμά και τον μπαμπά;»
Οι ψυχολόγοι και οι κοινωνιολόγοι εξηγούν ότι τα παιδιά διαμορφώνουν την ταυτότητα του φύλου και το σχετικό ρόλο μέσα από μια διαδικασία μάθησης που απαιτεί παρατήρηση, μίμηση και ενίσχυση. Τα παιδιά, δηλαδή, μαθαίνουν σταδιακά παρατηρώντας και μιμούμενα τους γονείς και τους συνομηλίκους τους. Σύμφωνα με τον ψυχολόγο Walter Mischel, ειδικευμένο σε θέματα ανάπτυξης, τα παιδιά μιμούνται με μεγαλύτερη επιτυχία μοντέλα που ανήκουν στο ίδιο φύλο μ’ αυτά, έχουν εξουσία και τους προσφέρουν τη φροντίδα τους. Σύμφωνα μ’ αυτές τις προδιαγραφές, ο γονιός του ίδιου φύλου με το παιδί είναι το πιο αποτελεσματικό πρόσωπο για να επηρεάσει τη συμπεριφορά του. Το καθημερινό περιβάλλον θυμίζει στο παιδί διαρκώς ότι είναι αγόρι ή κορίτσι, και το ενισχύει αντίστοιχα να ασχολείται με ανδρικά ή γυναικεία πράγματα. Έτσι κι αυτό τελικά καταλήγει να σκέφτεται για τον εαυτό του «ως αγόρι ή κορίτσι». Με τον τρόπο αυτό, η διαμόρφωση του ρόλου του φύλου προηγείται της απόκτησης της ταυτότητας του φύλου. Σύμφωνα με τους ειδικούς, τα αγόρια ενδιαφέρονται πολύ περισσότερο απ’ ό,τι τα κορίτσια να παίζουν το ρόλο που ταιριάζει στο φύλο τους. Μιμούνται με μεγαλύτερη συνέπεια άτομα του ίδιου φύλου και απορρίπτουν κάθε συμπεριφορά που συνδέεται με το αντίθετο φύλο.
Γιατί τα αγόρια μιμούνται τους μπαμπάδες και τα κορίτσια τις μαμάδες;
Όταν ένα αγόρι μιμείται το ανδρικό πρότυπο, μας λένε οι ειδικοί, χαίρει μεγαλύτερης κοινωνικής αποδοχής, τόσο από τους μεγάλους όσο και από τους συνομηλίκους του. Άλλωστε, τα παιδιά δεν διαλέγουν ποιον θα μιμηθούν συνειδητά, αλλά μέσα από αυτόματες διαδικασίες σκέψης. Από την ηλικία των δύο και μετά, τα παιδιά μέσα από το παιχνίδι αρχίζουν να μιμούνται όλο και περισσότερο τους άλλους. Έτσι, τα αγόρια κάνουν πως ξυρίζονται και τα κορίτσια παίζουν «το κομμωτήριο». Μέσα από αυτή τη διαδικασία, αρχίζουν να μαθαίνουν τη διαφορά μεταξύ αγοριών και κοριτσιών και τείνουν να συμβιβάζονται με τα στερεότυπα που υπάρχουν για κάθε φύλο. Συμπέρασμα; Η διαδικασία απόκτησης της ταυτότητας φύλου στα παιδιά, εξαρτάται λιγότερο από βιολογικούς και περισσότερο από κοινωνικούς και ψυχολογικούς παράγοντες.
Τα στάδια ανάπτυξης της ταυτότητας του φύλου
Στην ηλικία των δύο ετών, τα περισσότερα παιδιά μπορούν να χρησιμοποιούν σωστά τις λέξεις «μαμά», «μπαμπάς», «αγόρι», «κορίτσι», και έχουν επίγνωση ότι αυτές ανήκουν στη μια κατηγορία ή στην άλλη. Για παράδειγμα, τα περισσότερα δίχρονα παιδιά αναγνωρίζουν σωστά το φύλο σε εικόνες παραδοσιακών αντρών και γυναικών, και η πλειονότητα των παιδιών γύρω στα δύο μπορεί να τοποθετήσει τις φωτογραφίες στις κατηγορίες «άντρας ή γυναίκα». Ωστόσο, το να μπορεί ένα δίχρονο παιδί να ταξινομεί σωστά εικόνες αντρών και γυναικών, δεν σημαίνει πως κατανοεί τι ακριβώς σημαίνει αυτή η ταξινόμηση. Τα παιδιά στην ηλικία αυτή δεν κατανοούν ότι το φύλο είναι ένα σταθερό και μόνιμο στοιχείο της ταυτότητας. Στην ηλικία των τριών έως έξι ετών, τα παιδιά έχουν την τάση να προτιμούν ρούχα και παιχνίδια του αντίθετου φύλου. Συνήθως, αυτό είναι φυσιολογικός πειραματισμός που τα βοηθά να κατανοήσουν το φύλο τους και το φύλο των άλλων, αλλά σύντομα τον εγκαταλείπουν. Τα παιδιά αρχίζουν να αντιλαμβάνονται τη σταθερότητα του φύλου γύρω στα τέσσερα με πέντε. Βάσει αυτού διαλέγουν το χτένισμα, τα ρούχα τους ή τα παιχνίδια τους. Από τη στιγμή που τα παιδιά θα κατακτήσουν την έννοια της σταθερότητας του φύλου, η ταυτότητα αυτή θα τα ακολουθεί σε όλη την υπόλοιπή τους ζωή. Έτσι, τα αγόρια εμφανίζονται πιο ζωηρά από τα κορίτσια και έχουν μεγαλύτερες επιδόσεις σε μαθήματα που απαιτούν ανεπτυγμένη την αίσθηση του χώρου, όπως είναι η Γεωμετρία και η Φυσική. Από την άλλη, τα κορίτσια εμφανίζονται πιο στοργικά από τα αγόρια και έχουν υψηλότερες επιδόσεις στα λεγόμενα φιλολογικά μαθήματα.
Στερεότυπα του φύλου: Μύθοι και αλήθειες
Από πολύ μικρή, λοιπόν, ηλικία τα αγόρια μαθαίνουν πως οι άντρες πρέπει να είναι δυνατοί, επιθετικοί, ανεξάρτητοι, γενναίοι, ηγεμονικοί και όχι πολύ συναισθηματικοί. Αντίστοιχα, τα κορίτσια πρέπει να δείχνουν αδύναμα, ευγενικά, συναισθηματικά και με καλούς τρόπους. Και εδώ μπαίνει το ερώτημα: Είναι αυτά τα στερεότυπα βοηθητικά για την υγιή ανάπτυξη της ταυτότητας του φύλου τους ή μήπως περιορίζουν τις κλίσεις και τις ικανότητές τους; Για παράδειγμα, αν ένα κορίτσι δείξει μια προτίμηση στις μηχανές ή στα αυτοκίνητα, δεν θα είναι λάθος να χαρακτηρίσουμε την κλίση του αυτή ως έλλειψη θηλυκότητας; Και αν ένα αγόρι δείξει μια προτίμηση στη μαγειρική, δεν είναι αποτρεπτικό για την κλίση του αν του πούμε πως το μαγείρεμα είναι γυναικεία δουλειά; Σύμφωνα, πάντως, με τους ειδικούς, τα αγόρια που διδάσκονται πως «οι άντρες δεν κλαίνε», στην ενήλική τους ζωή δυσκολεύονται να εκφράσουν τα συναισθήματά τους και μπορεί να γίνουν εσωστρεφείς και να παρουσιάσουν ελλείψεις στις κοινωνικές τους σχέσεις. Όταν έχουν μάθει πως είναι ντροπή να παίζουν με κουζινικά, πιθανώς αργότερα να νιώσουν αμηχανία όταν κρατήσουν αγκαλιά το παιδί τους ή τους φερθεί η σύντροφός τους τρυφερά.
Γονείς και στερεότυπα  
Σύμφωνα  με τελευταίες έρευνες, αγόρια και κορίτσια που δεν έχουν έντονα ανεπτυγμένα τα στερεότυπα του φύλου τους τείνουν να έχουν μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση, κατανόηση και ευελιξία στις κοινωνικές τους σχέσεις. Σαν ενήλικοι, ολοκληρώνονται ευκολότερα επαγγελματικά, μιας που η συμπεριφορά τους είναι σαφώς πιο προσαρμοσμένη στις απαιτήσεις των καιρών μας. Αντίθετα, ενήλικοι που μεγάλωσαν με τα αυστηρά πρότυπα του φύλου τους, είναι πιο δυσπροσαρμοστικοί, οι άντρες παρουσιάζουν πιο εύκολα προβλήματα έκφρασης συναισθημάτων και οι γυναίκες νιώθουν ανίσχυρες και μειονεκτικά. Γι’ αυτό καλό θα ήταν κάθε γονιός να προωθήσει μια πιο ισορροπημένη διαπαιδαγώγηση όσων αφορά το φύλο των παιδιών. Πρέπει να μάθουμε στους γιους μας πως δεν είναι ντροπή να έχουν συναισθήματα και να τα εκφράζουν, πως δεν υπάρχουν αντρικές και γυναικείες δουλειές στο σπίτι, αλλά μόνο δουλειές που πρέπει να γίνουν, και πως τη δύναμή τους πρέπει να τη χρησιμοποιούν για να προστατεύουν τα πιο «αδύναμα» μέλη της οικογένειας και όχι για να επιβάλλονται σε αυτά. Παρομοίως, τα κορίτσια οφείλουν να μάθουν πως δεν είναι ντροπή να παίζουν με τουβλάκια ή με ηλεκτρονικούς υπολογιστές, πως και οι γυναίκες και οι άντρες είναι εξίσου καλοί οδηγοί και πως το φύλο τους δεν θα τους βάλει περιορισμούς στην επαγγελματική τους σταδιοδρομία. Αυτά θα βοηθήσουν τα παιδιά να αποκτήσουν προσαρμοστικότητα και αυτοπεποίθηση, αξίες ιδιαίτερα χρήσιμες για την ενήλικη ζωή τους.
Παιδιά και ορμόνες
Εννοείται πως οι ορμόνες του φύλου συντελούν στη διαφοροποίηση των σωματικών χαρακτηριστικών, όπως είναι τα γεννητικά όργανα, και είναι δυνατόν να επηρεάσουν ορισμένα κέντρα του εγκεφάλου. Κατά πόσο, όμως, αυτές οι ορμονικές διαφορές επηρεάζουν τη συμπεριφορά του κάθε φύλου; Μετά από πολλές έρευνες για τις επιδράσεις των ορμονών στη συμπεριφορά, τόσο σε ζώα όσο και ανθρώπους, οι επιστήμονες δεν κατάφεραν να αποδείξουν μια σύνδεση των αρσενικών ή θηλυκών ορμονών με συγκεκριμένες συμπεριφορές. Αυτό, ωστόσο, που έδειξαν είναι ότι κατά την ομαλή ανάπτυξη, οι ορμόνες του φύλου προδιαθέτουν τα κορίτσια και τα αγόρια να συμπεριφέρονται με συγκεκριμένους τρόπους (π.χ. τα αγόρια να είναι σωματικά πιο δραστήρια). Σε καμία περίπτωση, όμως, αυτή η προδιάθεση δεν είναι αρκετή για την εκδήλωση μιας συμπεριφοράς. Η ορμόνη τεστοστερόνη, για παράδειγμα, προσδίδει στα αγόρια τη δυνατότητα να εμφανίσουν επιθετική συμπεριφορά κάτω από τις κατάλληλες συνθήκες, σε καμιά περίπτωση, ωστόσο, η ύπαρξή της δεν προκαλεί από μόνη της επιθετικότητα. Σύμφωνα, μάλιστα, με τους ψυχολόγους, αυτό που κάνει κυρίως τα αγόρια πιο επιθετικά είναι οι κοινωνικές προσδοκίες και επιταγές, και όχι η βιολογία τους. Αντίστοιχα, τα κορίτσια βρέθηκαν να έχουν καλύτερες επιδόσεις στη γραφή. Μάλιστα, αποδείχθηκε πως στερεοτυπικές κοριτσίστικες ασχολίες, π.χ. κέντημα, παιχνίδι με κούκλες κλπ., ενισχύουν την ικανότητα για «λεπτές» κινήσεις, που είναι ουσιαστικής σημασίας για τη γραφή. Το γεγονός αυτό υποδεικνύει πως η γραφή στα κορίτσια μάλλον είναι αποτέλεσμα των παιχνιδιών που η κοινωνία τούς επιβάλλει, παρά των ορμονών τους.
Τι είναι αυτό που κάνει τα παιδιά να προτιμούν τους ομόφυλούς τους;
Γύρω στα δύο με τρία χρόνια, τα παιδιά αρχίζουν να δείχνουν μια προτίμηση σε παιδιά του ίδιου φύλου. Και αυτό παρατηρείται περισσότερο στα κορίτσια απ ‘ότι στα αγόρια. Καθώς μεγαλώνουν, αυτή η προτίμηση γίνεται όλο και πιο ισχυρή. Από τα τέσσερα μέχρι και τα έντεκα, μόνο το 15% των παιδιών κάνουν παρέα με παιδιά του αντίθετου φύλου. Και αυτό συμβαίνει γιατί αυτή είναι η ηλικία που τα παιδιά αρχίζουν να γνωρίζουν και να εκτιμούν το γεγονός πως ανήκουν σε μια ομάδα. Επίσης, την περίοδο αυτή είναι που τα παιδιά αναζητούν συντρόφους για να παίξουν, αλλά και να αναγνωρίσουν τις δυνάμεις τους. Και, φυσικά, για να κοινωνικοποιηθούν.
Με τη συνεργασία της Αλεξάνδρας Καππάτου (ψυχολόγος – παιδοψυχολόγος – συγγραφέας, www. akappatou.gr).