Το πρώτο πράγμα που κάνει το μωρό σας όταν έρθει στον κόσμο, είναι ν’ ανοίξει τα μάτια και τα αυτιά του.  Αυτή είναι η πρώτη του «γνωριμία» με το νέο του περιβάλλον.  Αργότερα θα προσπαθήσει να επικοινωνήσει και να εξερευνήσει τον κόσμο ζωγραφίζοντας και βγάζοντας τις πρώτες του «αυτοσχέδιες» λεξούλες.  Μεγαλώνοντας όμως θα αντιληφθεί ότι αυτού του είδους  η «επικοινωνία» δεν του είναι αρκετή για να του λύσει όλες τους τις απορίες και να του δώσει τις απαντήσεις σε όλα όσα το απασχολούν.  Έτσι μόλις φτάσει περίπου στην ηλικία των τριών ετών που θα είναι ικανό να σχηματίζει ολοκληρωμένες προτάσεις, τότε…θα σας βομβαρδίσει ασταμάτητα  με ένα καταιγισμό ερωτήσεων που θα σας προβληματίσουν και ίσως σας κουράσουν.  Πρέπει να είστε σε θέση να διακρίνετε πότε το παιδί σας ρωτάει επειδή πραγματικά ενδιαφέρεται να πάρει μια σωστή απάντηση για κάτι που το απασχολεί ή κάνει ερωτήσεις γιατί πολύ απλά θέλει ν’ αποφύγει κάποια δουλειά, τιμωρία ή απαγόρευση που του έχετε επιβάλει ή ακόμα γιατί θέλει με αυτόν τον τρόπο να σας πλησιάσει για ν’ ασχοληθείτε μαζί του. Πως άραγε θα μπορέσετε να διακρίνετε τα πραγματικά «γιατί» που πρέπει ν’ απαντηθούν χωρίς να ηττηθείτε κατά κράτος από την φυσιολογική – για την ηλικία του – συνήθεια του παιδιού σας; Για παράδειγμα, όταν έρθει ή ώρα του μπάνιου και το παιδί σας ρωτήσει «Γιατί μαμά πρέπει να κάνω μπάνιο κάθε μέρα;» αν ικανοποιηθεί από την απάντησή σας «Γιατί έπαιζες όλη μέρα, λερώθηκες και πρέπει να πέφτεις στο κρεβάτι σου καθαρό χωρίς μικρόβια», σημαίνει ότι ήταν πραγματική η ερώτησή του και περίμενε από σας μια σωστή απάντηση.  Αν όμως συνεχίσει με ερωτήσεις τύπου «Γιατί αυτό το σαμπουάν», «Γιατί το παπάκι είναι μπλε», κλπ σημαίνει ότι βαριέται και μάλλον προσπαθεί ν’ αποφύγει το μπάνιο του.  Σε αυτή την περίπτωση, μην επιχειρήσετε να το κάνετε να «λογικευτεί», είναι μάταιος κόπος.  Το μόνο που θα καταφέρετε είναι να εκνευριστεί και να γκρινιάξει.  Και αυτό,  γιατί κατά την άποψη του αποφασίσατε εσείς κάτι (στην προκειμένη περίπτωση να κάνει μπάνιο) για εκείνο χωρίς την «έγκρισή» του και θέλει να αλλάξει την κατάσταση.   Αυτό που θα πρέπει να κατανοήσετε είναι ότι το παιδί δεν αντιδράει απαραίτητα γιατί είναι κακομαθημένο ή ιδιότροπο, απλά σ’ αυτή την ηλικία δεν είναι σε θέση να αντιληφθεί τι είναι καλό και τι όχι, τι είναι σωστό και τι λάθος.  Όπως επίσης δεν μπορεί ν’ αντιληφθεί την έννοια του χτες και του αύριο.  Για εκείνο υπάρχει μόνο το σήμερα, το τώρα. Έτσι για παράδειγμα στην ερώτηση του «Γιατί να μην πάμε στις κούνιες;» η απάντηση «γιατί θα πάμε αύριο που θα είναι καλύτερος ο καιρός» δεν θα το ικανοποιήσει γιατί δεν μπορεί να κατανοήσει το «αύριο».  Θα ήταν προτιμότερο να του πείτε «γιατί κάνει κρύο και δεν θα είναι κανένα άλλο παιδάκι για να παίξεις».   Υπάρχουν φορές που πιάνουμε τον εαυτό μας, προκειμένου να αποφύγουμε τις πολλές ερωτήσεις, είτε γιατί είμαστε πολύ κουρασμένοι για να ασχοληθούμε, είτε γιατί μας απασχολεί κάτι άλλο, γινόμαστε απότομοι και αυταρχικοί.  Οι απαντήσεις μας «γιατί έτσι!», «γιατί το θέλω εγώ», «γιατί έτσι μ’ αρέσει εμένα», μπορεί να σας βγάζουν προσωρινά από μια ταλαιπωρία, ωστόσο το παιδί δεν θα μείνει καθόλου ικανοποιημένο και αν δεν συνεχίσει τα «γιατί» σημαίνει ότι είναι φοβισμένο και απογοητευμένο. Θα νιώσει ότι είναι για κάποιο λόγο αποκλεισμένο από την οικογένεια του. Πως θα πρέπει ν’ αντιδράσετε: –  Κάθε φορά που το παιδί σας αρχίζει την προτασούλα μου με ένα «γιατί…» εσείς δεν έχετε παρά να του απαντήσετε με όσο το δυνατόν πιο απλό και κατανοητό τρόπο δίνοντας του την εντύπωση ότι έχετε πάρει στα σοβαρά  την ερώτησή του.  Απαντήστε καθαρά και ολοκληρωμένα μέσα στο πλαίσιο των ερωτήσεών του. –  Δεν θα πρέπει ωστόσο να πέσετε στην παγίδα, δίνοντας πληροφορίες για πράγματα που δεν ρώτησε. Οι πολλές λεπτομέρειες δημιουργούν σύγχυση, θα το μπερδέψουν και ενδεχομένως να καταλήξουν σε ένα επόμενο «γιατί». –  Προσπαθήστε να δείχνετε αρκετή υπομονή ακόμα και όταν το μικρό σας επαναλαμβάνει τις ίδιες ή κάνει τις πιο απίθανες ερωτήσεις.  Πρέπει να μάθετε ότι έπειτα από ένα – δύο «γιατί» στα οποία θα πρέπει να απαντήσετε με ακρίβεια, θα πρέπει να οδηγήσετε με διάφορα τεχνάσματα το διάλογο στο τέλος του.  Για παράδειγμα, αν το παιδί σας ρωτάει «γιατί δεν κάνει να φάω όλες τις καραμέλες», εσείς, θα του απαντήσετε «γιατί θα σε πονέσει η κοιλίτσα σου». Το πιο πιθανό είναι να σας πει «μα γιατί; Αφού ποτέ δεν με πονάει η κοιλιά».  Σε αυτό το σημείο χρειάζεται η ευελιξία σας.  Πάρτε το αγκαλιά και πείτε του «Για δείξε μου το καινούργιο παιχνίδι που σου έμαθε ο παππούς».  Το πιο πιθανό είναι το παιδί σας να ξεχάσει τις ερωτήσεις και να αισθανθεί ικανοποίηση που θα μάθει στην μαμά του ένα καινούργιο παιχνίδι. –  Μπορείτε επίσης να δοκιμάστε να απαντήσετε στην ερώτησή του με ερώτηση.  Για παράδειγμα στην ερώτηση «Γιατί μαμά η θάλασσα είναι μπλε;» ανταπαντήστε «Εσύ τι νομίζεις;».  Μην εκπλαγείτε από τις απαντήσεις που μπορεί να σας δώσει, τα παιδιά έχουν πλούσια φαντασία και από την απάντησή τους μπορεί να κατανοήσετε περισσότερο και τον τρόπο σκέψης τους.  Είναι ένα πολύ αποτελεσματικό σύστημα για να μάθει το παιδί σας τα πρώτα βήματα προς την σωστή επιχειρηματολογία. Όταν για παράδειγμα, το βράδυ σας πει «γιατί δεν κάνει να δω τηλεόραση;» εσείς μπορείτε να το ρωτήσετε με την σειρά σας «Εσύ, γιατί νομίζεις ότι τα μικρά παιδιά δεν πρέπει να βλέπουν τηλεόραση το βράδυ;»  Μην εκπλαγείτε αν σας απαντήσει «Γιατί η πολύ τηλεόραση κάνει κακό στα μάτια και τα παιδιά πρέπει να κοιμούνται νωρίς».  Αυτή η μέθοδος των ερωτήσεων από μεριά σας εκτός του ότι είναι ένας τρόπος για να το κάνετε να υπακούσει και να το μάθετε τι είναι σωστό, λειτουργεί και ως πρόσχημα για να δώσετε στο παιδί να καταλάβει ότι είναι περιττό να επανέρχεται σε θέματα που έχουν συζητηθεί διεξοδικά.  Άλλωστε μην ξεχνάτε ότι ο σκοπός των περισσότερων επαναλαμβανόμενων ερωτήσεων του δεν είναι άλλος από το να μετατρέψει ένα δικό σας «όχι» σε «ναι».   Με την συνεργασία της κας Νέλλης Θεοδοσίου (παιδοψυχολόγος – ειδικευμένη στην Κλινική & Παιδαγωγική Ψυχολογία)