Σύμφωνα με τον περιβαλλοντικό επιδημιολόγο Πέρι Χάισταντ του Κολεγίου Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου του Όρεγκον, που έκανε τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό περιβαλλοντικής υγείας Environmental Health Perspectives και μελέτησε πάνω από 64.000 τοκετούς, οι πολύ πρόωροι τοκετοί είναι 20% λιγότερο συχνοί και οι μέτρια πρόωροι τοκετοί 13% λιγότερο συχνοί μεταξύ των γυναικών που ζουν σε πολύ πράσινες γειτονιές. Επίσης, τα νεογέννητα από περιοχές με αρκετό πράσινο ζυγίζουν κατά μέσο όρο 45 γραμμάρια παραπάνω από ότι τα μωρά των γειτονιών με λίγο πράσινο. Οι ερευνητές επισήμαναν ότι η θετική συσχέτιση ανάμεσα σε μία πράσινη γειτονιά και σε έναν τοκετό ισχύει ακόμη κι αν κανείς απομονώσει άλλους παράγοντες που μπορεί να παίζουν, επίσης, ρόλο, (όπως το μέσο εισόδημα των κατοίκων ανά γειτονιά, η έκθεση σε ατμοσφαιρική ρύπανση, ο θόρυβος). Σύμφωνα με τον Πέρι Χάισταντ, το πράσινο επηρεάζει θετικά την έκβαση ενός τοκετού με τρόπους, ψυχολογικούς ή κοινωνικούς. Οι επιστήμονες δεν είναι πάντως ακόμη βέβαιοι ποιος ακριβώς είναι ο μηχανισμός που συνδέει το πράσινο με μία γέννα. Μία πιθανότητα είναι ότι μειώνει υποσυνείδητα το άγχος της μητέρας και του πατέρα, γεγονός με θετικό αντίκτυπο στο παιδί που θα γεννηθεί. Τα μωρά που γεννιούνται πρόωρα ή λιποβαρή, συχνά εμφανίζουν αναπτυξιακά και άλλα προβλήματα υγείας, όχι μόνο μετά τη γέννησή τους, αλλά και σε βάθος χρόνου. Γι’ αυτό, σύμφωνα με τους ερευνητές, η εξάπλωση του πρασίνου στις πόλεις αποτελεί θέμα δημόσιας υγείας, με δεδομένο ότι ήδη ο μισός πληθυσμός της Γης ζει σε πόλεις και το σχετικό ποσοστό συνεχώς θα αυξάνεται. Οι ερευνητές τόνισαν ότι δεν αρκεί να φυτέψει κανείς ένα δέντρο στον κήπο του ή στο πεζοδρόμιο, για να κάνει τη διαφορά σε σχέση με έναν μελλοντικό τοκετό, (χωρίς, όμως, να παραγνωρίζει κανείς τη σημασία αυτής της πρωτοβουλίας). Αυτό που χρειάζεται, όπως είπαν, είναι το πράσινο σε όλη τη γειτονιά να αυξηθεί τόσο, ώστε να περάσει ένα ορισμένο «κατώφλι», αν και παραμένει ασαφές σε ποιο ακριβώς επίπεδο βρίσκεται αυτό το όριο.