Ενθαρρυντικά είναι τα νέα από τις προκλινικές δοκιμές για το ερευνητικό εμβόλιο mRNA-1273 της Moderna.

To συγκεκριμένο εμβόλιο είναι διαφορετικό από τα υπόλοιπα καθώς βασίζεται στο λεγόμενο αγγελιαφόρο RNA (mRNA) και στοχοποιεί κατευθείαν τον ιό.

Σε ανάρτησή του, ο καθηγητής του LSE Ηλίας Μόσιαλος αναφέρεται στο εν λόγω εμβόλιο, δίνοντας μάλιστα έναν τόνο αισιοδοξίας, αν και όπως λέει, πρέπει να περιμένουμε τα αποτελέσματα της τρίτης φάσης για περισσότερες διευκρινίσεις.

Τι γράφει ο κ. Μόσιαλος:

 

 

Μεταξύ των ερωτηματικών που δημιουργούνται με αφορμή τις πιθανές μεταλλάξεις του SARS-CoV-2, είναι εάν τα εμβόλια που δοκιμάζονται θα είναι αποτελεσματικά εάν το γενετικό υλικό του ιού ο υποστεί αλλαγές. Όσο διενεργούνται μελέτες για να πιστοποιηθεί αν οι αλλαγές καθιστούν τον ιό πιο μολυσματικό ή εάν επηρεάζουν την αποτελεσματικότητα των θεραπευτικών αντισωμάτων, αυτή η ερώτηση απασχολεί προφανώς όλους τους επιστήμονες που σχεδιάζουν τα εμβόλια.

Υπάρχει μία μετάλλαξη (D614G) που σε καλλιέργειες κυττάρων σε εργαστηριακές μελέτες φάνηκε πως καθιστά τον ιό SARS-CoV-2 πιο μολυσματικό. Παρά την υπεροχή στην κυτταρική καλλιέργεια, όμως μία άλλη μελέτη έδειξε πως δεν υπάρχει διαφορά στην εξουδετέρωση από τα αντισώματα που περιέχονταν στο πλάσμα πρώην ασθενών.

Πρόσφατη δημοσίευση στο περιοδικό Nature (doi.org/10.1038/s41586-020-2622-0) παρουσιάζει τα αποτελέσματα από το εμβόλιο της Moderna σε προκλινικές δοκιμές, σε ποντίκια. Ένας από τους κύριους στόχους των δοκιμών των υποψηφίων εμβολίων SARS-CoV-2 σε ζώα, είναι για να αποδείξουν όχι μόνο την πρόκληση ισχυρών προστατευτικών ανοσοαποκρίσεων, αλλά και ότι δεν προκαλούν αναπνευστική νόσο σχετιζόμενη με το εμβόλιο.

Η μελέτη έδειξε πως διπλή δόση του εμβολίου mRNA-1273 της Moderna προκαλεί ισχυρές αποκρίσεις εξουδετερωτικών αντισωμάτων έναντι του κορωνοϊού SARS-CoV-2, ακόμα και εάν φέρει τη μετάλλαξη D614G.

Επίσης προστατεύει από τη μόλυνση λόγω του SARS-CoV-2 την ανώτερη και κατώτερη αναπνευστική οδό χωρίς παθολογικές αντενδείξεις. Το εμβόλιο ενεργοποίησε κυτταρικές αποκρίσεις Τ λεμφοκυττάρων (CD8), ισορροπημένες αποκρίσεις υποπληθυσμών Th1/Th2 (CD4) και προστασία από την αντιγραφή του ιού για περισσότερο από 3 μήνες μετά από δοσολογία παρόμοια με εκείνη που δοκιμάστηκε στις κλινικές δοκιμές στους ανθρώπους.

Στη μελέτη χρησιμοποιήθηκαν και χαμηλότερες υποπροστατευτικές δόσεις που έδειξαν τη σχέση εξάρτησης της δόσης με την ανοσολογική προστασία, υποδηλώνοντας ότι οι ανοσολογικοί συσχετισμοί προστασίας μπορούν να διευκρινιστούν περαιτέρω.

Ας περιμένουμε τα αποτελέσματα της φάσης ΙΙΙ των κλινικών δοκιμών για περισσότερες διευκρινίσεις.