Η ιδιοσυγκρασία των παιδιών ίσως αποτελεί τον βασικότερο παράγοντα που σχετίζεται με τις ώρες που βλέπει τηλεόραση, σύμφωνα με νέα επιστημονική μελέτη από το University of East Anglia and Birkbeck και το University of London. Σύμφωνα με τα νέα ευρήματα της μελέτης  οι εγκεφαλικές αντιδράσεις των μωρών ηλικίας 10 μηνών θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως παράγοντες πρόβλεψης για το αν θα απολαμβάνουν την παρακολούθηση γρήγορων τηλεοπτικών εκπομπών έξι μήνες αργότερα. Η ερευνητική ομάδα υποστηρίζει ότι τα ευρήματα είναι σημαντικά για τη διαρκή συζήτηση σχετικά με την πρώιμη έκθεση στην τηλεόραση.

Διαφοροποίηση στην αισθητηριακή ανταπόκριση

Η επικεφαλής ερευνήτρια Δρ. Teodora Gliga, από τη Σχολή Ψυχολογίας του University of East Anglia and Birkbeck δήλωσε: «Το αισθητηριακό περιβάλλον που περιβάλλει τα μωρά και τα μικρά παιδιά είναι πραγματικά περίπλοκο ωστόσο η ικανότητα συγκέντρωσης σε κάτι συγκεκριμένο αποτελεί μια αξιοσημείωτη δεξιότητα που κατακτούν τα μωρά». «Ακόμα και πριν φτάσουν στο σημείο να κάνουν ερωτήσεις τα παιδιά ποικίλουν αρκετά ως προς τον βαθμό που θέλουν να εξερευνήσουν ή να ασχοληθούν με κάτι νέο. Θέλαμε να μάθουμε που οφείλεται η συγκεκριμένη διαφοροποίηση αναφορικά με την αισθητηριακή οπτική διέγερση» συμπληρώνει. Στα πλαίσια της μελέτης τα μωρά παρακολούθησαν το επαναλαμβανόμενο βίντεο, καθώς οι ερευνητές παρατηρούσαν την εγκεφαλική δραστηριότητα ενώ από τους γονείς ή τους φροντιστές τους ζητήθηκε να συμπληρώσουν ένα ένα ερωτηματολόγιο σχετικά με τις αισθητηριακές συμπεριφορές των μωρών τους.

Η δύναμη της εξερεύνησης

Η Δρ. Teodora Gliga σχολιάζοντας τα ευρήματα δήλωσε χαρακτηριστικά: «Ήταν πολύ ενδιαφέρον το γεγονός ότι διαπιστώσαμε πως οι εγκεφαλικές αποκρίσεις στους 10 μήνες, οι οποίες έδειξαν πόσο γρήγορα τα βρέφη άλλαξαν την προσοχή τους από το επαναλαμβανόμενο βίντεο, προέβλεψαν εάν θα απολάμβαναν να παρακολουθούν γρήγορες τηλεοπτικές εκπομπές έξι μήνες αργότερα». Η εξερεύνηση και η ανακάλυψη είναι απαραίτητες για τη μάθηση και τη γνωστική ανάπτυξη των παιδιών. Ωστόσο, διαφορετικά παιδιά μπορούν να επωφεληθούν από διαφορετικά περιβάλλοντα κατά την διαδικασία της μάθησης. Ως εκ τούτου, αυτή η έρευνα θα βοηθήσει να καταλάβουμε πώς εξατομικευμένα περιβάλλοντα μπορούν να συμβάλλουν στη μάθηση των παιδιών, να προωθήσουν τη γνωστική τους ανάπτυξη και, τελικά, να υποστηρίζουν την πολύπτυχη και ευρύτερη εξέλιξη.