Απαγόρευση προσωπικών επαφών, κανόνες για τήρηση αποστάσεων, μέτρα υγιεινής, λοκντάουν, κλειστά σχολεία και παιδικοί σταθμοί, μειωμένη εργασία.

Για τους περισσότερους ανθρώπους η καθημερινή ζωή έχει αλλάξει πολύ από τον Μάρτιο του 2020. Ο κοροναϊός πέρα από τις σωματικές συνέπειες της νόσου, επιφέρει συνέπειες και στην ψυχική υγεία.

«Η ανάγκη για ψυχοθεραπεία αυξήθηκε θεαματικά από πέρυσι, οι έρευνες κάνουν λόγο για αύξηση σχεδόν της τάξης του 40%» αναφέρει στην DW o Γενς Μπάας, διευθύνων σύμβουλος στο γερμανικό ταμείο υγείας Τechniker Krankenkasse (ΤΚ).

Στο ΤΚ είναι ασφαλισμένοι περίπου 11 εκατομ. άνθρωποι στη Γερμανία. Κάθε χρόνο το ταμείο παρουσιάζει έκθεση για θέματα υγείας, στην οποία μεταξύ άλλων αξιολογεί πιστοποιητικά ανικανότητας για εργασία καθώς και αναρρωτικές άδειες και συνταγογραφήσεις φαρμάκων.

Η τελευταία έκθεση του ΤΚ περιλαμβάνει δημοσκόπηση του ινστιτούτου Forsa καθώς και έρευνα του Τεχνικού Πανεπιστημίου του Κέμνιντς αναφορικά με τις συνέπειες της πανδημίας στην ψυχική υγεία.

Κόπωση, ψυχική εξάντληση, burnout

Σύμφωνα με τα στοιχεία της έκθεσης φαίνεται ότι το δεύτερο λοκντάουν προκάλεσε μεγαλύτερη ψυχική εξάντληση σε πολλούς σε σχέση με το πρώτο.

Τον Μάρτιο του 2021 το 42% των ερωτηθέντων δήλωναν ότι βιώνουν «βαριά ή πολύ βαριά» την περίοδο της πανδημίας. Τον Μάιο του 2020 το ποσοστό αυτό ανερχόταν στο 35%.

Ο Μπέρτολτ Μάιερ, καθηγητής Εργασιακής, Οργανωτικής και Επιχειρηματικής Ψυχολογίας στο Τεχνικό Πανεπιστήμιο του Κέμνιτς θεωρεί ότι αυτό πιθανώς οφείλεται στο ότι «μεταξύ Ιουνίου και Νοεμβρίου 2020 δεν φορτίστηκαν οι ‘ψυχολογικές μπαταρίες’» εξαιτίας της έλλειψης ή του περιορισμού κοινωνικών δραστηριοτήτων, ταξιδιών ή απλά συναντήσεων με φίλους. «Μακροπρόθεσμα αυτή η ανισορροπία οδηγεί σε μόνιμη εξάντληση ή σε σοβαρότερες περιπτώσεις σε burnout».

Mάλιστα τα επίπεδα εξάντλησης ήταν ιδιαίτερα ανησυχητικά στο δεύτερο και τρίτο κύμα της πανδημίας, σύμφωνα με τον Μάιερ. Όπως επισημαίνει ιδιαίτερα επιβαρυντικός παράγοντας για την υγεία είναι η μοναξιά.

Επίσης την άνοιξη του 2021 το 70% των ερωτηθέντων δήλωσαν ότι γνωρίζουν τουλάχιστον ένα άτομο που έχει προσβληθεί ή νοσεί από κοροναϊό. Τον Μάιο του 2020 το ποσοστό αυτό ανερχόταν στο 23%.

Ο φόβος ότι συγγενείς ή φίλοι θα προσβληθούν από κοροναϊό έχει αυξηθεί κατά 60%. Η ανησυχία για την υγεία αγαπημένων προσώπων υπερβαίνει κατά πολύ τον φόβο της ίδιας της μόλυνσης από κοροναϊό.

Διπλό βάρος: τηλεργασία και παιδιά

Το 44% των ερωτηθέντων φοβάται επίσης τις οικονομικές συνέπειες του κοροναϊού, ενώ ένα 11% ότι θα χάσει τη δουλειά του. Το άγχος καταγράφεται ακόμη πιο υψηλό σε οικογένειες με εργαζόμενους γονείς και παιδιά σε ηλικία σχολείου (59%).

Οι γονείς με τουλάχιστον ένα παιδί κλήθηκαν ξαφνικά να εργαστούν λόγω πανδημίας στο σπίτι, κάτι που δεν ήταν για όλους εύκολο, ειδικά όταν έκλεισαν σχολεία και παιδικοί σταθμοί.

Αξίζει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με την έρευνα το πρόσθετο βάρος της φροντίδας των παιδιών φαίνεται να ανέλαβαν κυρίως οι γυναίκες.

Σύμφωνα με τη νέα έρευνα, επιπρόσθετος παράγοντας άγχους για πολλούς είναι ο τρόπος που τα ΜΜΕ διαχειρίζονται την πανδημία αλλά και οι έντονες κοινωνικές διαμάχες πχ. μεταξύ υπέρμαχων και πολέμιων των αυστηρών μέτρων και. των λοκντάουν.

Ενδιαφέρον έχει επίσης ότι οι κάτοικοι κρατιδίων της ανατολικής Γερμανίας πχ. της Θουριγγίας ή της Σαξονίας νιώθουν πιο έντονο ψυχοκοινωνικό στρες λόγω κορωνοϊού (57%) σε αντίθεση με τη Βαυαρία (37%) ή τo Bερολίνο (33%) και την Έσση (32%).

Σε γενικές γραμμές πάντως σύμφωνα με το TK δεν καταγράφεται στη Γερμανία σημαντική επιδείνωση της υγείας των ασφαλισμένων σε σχέση με προηγούμενα έτη, βάσει των αναρρωτικών αδειών που ζητήθηκαν -το αντίθετο μάλιστα.

Το 2020 το ποσοστό αυτό ανερχόταν στο 4,14%, ενώ το 2019 στο 4,22%, γεγονός που οφείλεται, σύμφωνα με ειδικούς στο ότι οι κανόνες υγιεινής και οι αποστάσεις συνέβαλαν παράλληλα στη μείωση άλλων μολυσματικών ασθενειών, όπως η γρίπη.

Ζαμπίνε Κίνκαρτς

Επιμέλεια: Δήμητρα Κυρανούδη