Οταν πήρα την πρωτοβουλία να προσφέρω στο 4χρονο αγοράκι της νορβηγίδας φίλης μου ένα σοκολατάκι, η φίλη μου -που ζει στο εξωτερικό- μου το απαγόρευσε, τονίζοντάς μου ότι το παιδί δεν έχει ακόμη φάει γλυκό και ότι για όσο διάστημα περνάει από το χέρι της δεν θα δοκιμάσει, γιατί τα παιδιά δεν πρέπει να τρώνε γλυκά!

Στο νου μου ήρθαν αυτόματα όλα τα γλυκά που έχω κατά καιρούς δώσει στα παιδιά φίλων… Άραγε έκανα έγκλημα; Μήπως έχουν τελικά δίκιο όσοι λένε ότι τα παιδιά δεν πρέπει να τρώνε οτιδήποτε περιέχει ζάχαρη; Ας δούμε, λοιπόν, πώς και υπό ποιες προϋποθέσεις μπορούν τα παιδιά να τρώνε τα αγαπημένα τους γλυκά, αλλά και ποια να προτιμούν.

Σύμφωνα με παλαιότερες μελέτες, το γενετικό μας υπόβαθρο ευθύνεται για την προτίμησή μας στη γλυκιά γεύση και αντίστοιχα την απώθησή μας στην πικρή. Αυτές οι μελέτες έγιναν σε νεογνά που μόλις γεννήθηκαν και δεν είχαν εκτεθεί σε άλλους περιβαλλοντικούς παράγοντες.

Οι επιστήμονες έβαλαν στη γλώσσα τους νερό με διάφορες γεύσεις (πικρό, γλυκό, αλμυρό κλπ.), για να διερευνήσουν πώς θα αντιδράσουν. Οι ερευνητές εντυπωσιάστηκαν με το πόσο χαρούμενες ήταν οι εκφράσεις του προσώπου τους όταν δοκίμαζαν το γλυκό και πόσο δυσαρεστημένες ήταν όταν δοκίμαζαν το πικρό.

Ο λόγος; Οι ειδικοί ερμηνεύουν αυτή τη φυσική τάση προς το γλυκό ως μια πρόνοια της φύσης, που θέλει να μας ωθήσει προς την κατανάλωση υδατανθράκων (που έχουν γλυκιά γεύση), οι οποίοι είναι απαραίτητοι για να έχουμε ενέργεια και να διατηρηθούμε στη ζωή, και να μας προστατεύσει από τα πικρά, που είναι συχνά και τα δηλητήρια.

Μολονότι, όμως, είμαστε γενετικά προδιατεθειμένοι στο να μας αρέσει η γλυκιά γεύση, το πόσο… γλυκατζήδες θα γίνουμε φαίνεται ότι καθορίζεται και από το περιβάλλον: αν, για παράδειγμα, μας προσφέρουν από όταν ήμασταν μικροί πολλά γλυκά ή αν όλα τα επιδόρπια στο σπίτι μας έχουν πολλή ζάχαρη, είναι πιθανό να είμαστε πιο «επιρρεπείς» στα γλυκά.

Επιπλέον, παίζει ρόλο η γευστική μας ευαισθησία (αυτή της γλώσσας μας δηλαδή, που επίσης καθορίζεται τόσο από γενετικούς όσο και από περιβαλλοντικούς παράγοντες): κάτι δηλαδή που σε κάποιον φαίνεται γλυκό, για έναν άλλο δεν είναι τόσο.

Αν ένα παιδί είναι κινητικό και φυσιολογικού βάρους, μπορεί να τρώει ένα μικρό γλυκό στα πλαίσια ενός ισορροπημένου πλάνου διατροφής, κατά προτίμηση ως απογευματινό σνακ, όχι όμως αντικαθιστώντας το κανονικό του γεύμα.

Αν ένα παιδί έχει περιττά κιλά, και πάλι δεν μπορούμε να αποκλείσουμε τα γλυκά από τη διατροφή του, κυρίως επειδή στα παιδιά οι τροφές που απαγορεύο­νται γίνονται ακόμη πιο επιθυμητές.

Καθώς, λοιπόν, θα ήταν άδικο να στερήσουμε ακόμη και σε αυτήν την περίπτωση το γλυκό ή τη σοκολάτα, θα μπορούσαμε να του επιτρέπουμε να τα τρώει περίπου δύο φορές την εβδομάδα.

Καλό είναι:

● Να ξεκινήσουμε να δίνουμε γλυκό στα παιδιά μετά τα 2 ή τα 3 χρόνια τους. Καθώς δεν ανήκουν στα απαραίτητα συστατικά της δίαιτας των παιδιών, αλλά μάλλον στη σφαίρα της κοινωνικότητας και της ευχαρίστησης, μπορούν να ενταχθούν στη διατροφή τους όσο αργότερα γίνεται.

● Να εναλλάσσουμε τα γλυκά που καταναλώνουν τα παιδιά. Καλό είναι, δηλαδή, να μην τρώνε κάθε μέρα παγωτό ή σοκολάτα, αλλά κάποιο απόγευμα να προτιμούν ένα γιαούρτι με μέλι, ένα ρυζόγαλο ή ένα φρουτοχυμό.

● Να αγοράζουμε τις σοκολάτες, τα παγωτά και τα γλυκά σε μικρές συσκευασίες ή να τους δίνουμε μικρές μερίδες.

Να προτιμάμε:

● Τα σπιτικά γλυκά, όπως μπισκότα και κουλουράκια, παγωτά.

Όταν γίνεται υπερκατανάλωση. Ειδικά τα «βαριά» γλυκά υπερφορτώνουν τα παιδιά με θερμίδες, με ζάχαρη (που προκαλεί εκτός των άλλων και τερηδόνα) και λιπαρά, κακής ποιότητας.

Παίρνουμε τα φρούτα της αρεσκείας μας (π.χ. μανταρίνια ή πορτοκάλια κομμένα σε φέτες ή φράουλες ή κεράσια – με το κοτσάνι, αλλά χωρίς κουκούτσια), τα πασπαλίζουμε με ζάχαρη και τα περνάμε από το τηγάνι, όπου έχουμε βάλει λίγο νερό.

Στη συνέχεια, τα αφήνουμε να στραγγίξουν και τα βουτάμε σε κουβερτούρα που έχει λιώσει σε μπεν μαρί. Με τον ίδιο τρόπο, μπορούμε να βουτήξουμε στη λιωμένη σοκολάτα ξηρούς καρπούς. Στη συνέχεια, τα ακουμπάμε σε αντικολλητική λαδόκολλα και, αφού κρυώσουν λίγο, τα βάζουμε στο ψυγείο.


Θα τις παρασκευάσουμε βάζοντας σε ένα μπολ αλεύρι για όλες τις χρήσεις, λίγο αλάτι (1/4 κουταλάκι) και νερό – όσο χρειάζεται για να γίνει το μείγμα χυλός. Στη συνέχεια, χτυπάμε το μείγμα με ένα σύρμα.

Σε ζεστό λάδι βάζουμε -με ένα κουτάλι- κάθε φορά μικρή ποσότητα από το μείγμα για να τηγανιστεί. Αν θέλουμε, μπορούμε να προσθέσουμε στο μείγμα κομμάτια φρούτων (μήλο, αχλάδι, μπανάνα, τα οποία χρειάζεται να ραντίσουμε με λίγο λεμόνι για να μη μαυρίσουν). Αφού τηγανιστούν, μπορούμε στη συνέχεια να τα πασπαλίσουμε με κανέλα και ζάχαρη ή μέλι.


Στο μπλέντερ κόβουμε σε κομμάτια τα φρούτα της αρεσκείας μας (π.χ. φράουλες, μπανάνες), βάζουμε λίγη ζάχαρη (1 κοφτό κουταλάκι), προσθέτουμε γάλα (1/2 φλιτζάνι στις φράουλες και 1 στις μπανάνες) ή παγωτό (1-2 μπάλες) και τα χτυπάμε μέχρι να γίνουν ένα μείγμα.