Αν και σπάνια, η αλλαντίαση πρόκειται για μια σοβαρή παραλυτική νόσο που προκαλείται από μια νευροτοξίνη, η οποία παράγεται είτε από το βακτηρίδιο Clostridium botuiinum είτε από τα στελέχη των βακτηριδίων Clostridium butyricum και Clostridium baratii. Διακρίνεται σε έξι διαφορετικά είδη, τα οποία περιλαμβάνουν την τροφιμογενή, την βρεφική, την εντερική τοξιναιμία ενηλίκων, την τραυματική, την ιατρογενή και την εισπνευστική.

Πώς παθαίνουμε αλλαντίαση;

Επτά είναι οι τύποι της αλλαντικής τοξίνης, διαχωρίζονται με τα γράμματα Α, Β, C, D, E, F, G και μόνο οι τύποι Α, Β, Ε και σπάνια ο F προκαλούν νόσο στον άνθρωπο. Θεωρείται μία από τις πιο  θανατηφόρες ουσίες, με την μέση θανατηφόρο δόση να είναι 1 ng τοξίνης ανά χιλιόγραμμο βάρους σώματος.

Συγκεκριμένα η τροφιμογενής αλλαντίαση προκύπτει όταν το βακτηρίδιο Clostridium botuiinum αναπτύσσεται σε ένα τρόφιμο, παράγοντας την νευροτοξίνη, το οποίο στην συνέχεια καταναλώνεται  χωρίς να προηγηθεί κατάλληλο μαγείρεμα για να την καταστρέψει. Συνήθως παράγεται σε κονσερβοποιημένα ή ακατάλληλα παρασκευασμένα τρόφιμα, χαμηλής περιεκτικότητας σε αλάτι ή ζάχαρη, χαμηλής οξύτητας, καθώς και σε παστεριωμένα ή ελαφρώς μαγειρεμένα που δεν έχουν καταψυχθεί κα ειδικά σε εκείνα που βρίσκονται σε αεροστεγή συσκευασία.

Διαβάστε επίσης: Σοκ στο Κιάτο: Κατέληξε 46χρονη από αλλαντίαση

Για να καταστραφεί η τοξίνη, τα τρόφιμα πρέπει να βράζονται, σύμφωνα με τον ΕΟΔΥ, (85°C για 5 λεπτά ή περισσότερο) ενώ τα εξίσου ανησυχητικά σπόρια του βακτηριδίου χρειάζεται περισσότερο χρόνο για να καταστραφούν (120Τ για 10 λεπτά ή περισσότερο).

Πώς θα την καταλάβετε ανάλογα με το είδος

Τα αρχικά συμπτώματα περιλαμβάνουν αδυναμία, ίλιγγο, θαμπή όραση, ξηροστομία, δυσκολία στην κατάποση και την ομιλία εξαιτίας της προσβολής των κρανιακών νεύρων από την τοξίνη. Δεν παρατηρείται πυρετός ή απώλεια συνείδησης ενώ είναι πιθανό να συνυπάρχουν γαστρεντερικές διαταραχές, όπως ναυτία, έμετος, δυσκοιλιότητα ή σπανιότερα διάρροια. Τα νευρολογικά συμπτώματα, όπως μας εξηγούν ειδικοί, είναι απόρροια της μυϊκής παράλυσης  που προκαλείται από την αλλαντική τοξίνη. Η παράλυση των αναπνευστικών μυών, προειδοποιούν, ότι μπορεί να αποβεί μοιραία αν δεν αντιμετωπιστεί εγκαίρως με μηχανική υποστήριξη της αναπνοής.

Τα κλινικά συμπτώματα της βρεφικής αλλαντίασης περιλαμβάνουν δυσκοιλιότητα, απώλεια όρεξης, αδύναμο κλάμα, αδύναμο μυϊκό τόνο, λήθαργο και απώλεια στήριξης του κεφαλιού. Μπορεί να είναι ήπια, χωρίς να απαιτείται εισαγωγή στο νοσοκομείο αλλά και να προκαλέσει αιφνίδιο θάνατο.

Σύμφωνα με μελέτες, η κατανάλωση μελιού αναφέρεται ως προδιαθεσικός παράγοντας της βρεφικής αλλαντίασης γι’ αυτό οι ειδικοί συνιστούν να μην δίνετε στα βρέφη μέλι μέχρι να κλείσουν το πρώτο τους έτος.

Η τραυματική αλλαντίαση προκαλείται από νευροτοξίνη που παράγεται σε τραύμα ή παραμελημμένο ανοιχτό κάταγμα μολυσμένο από το βακτηρίδιο Clostridium botuiinum ενώ η εντερική τοξιναιμία των ενηλίκων προκαλείται όπως ακριβώς και η βρεφική, με την διαφορά ότι αφορά ενήλικους ασθενείς με ανοσοκαταστολή, με ανατομικές ή λειτουργικές διαταραχές στην κοιλιακή χώρα.

Η εισπνευστική αλλαντίαση προκαλείται από εισπνοή τοξίνης με τη μορφή αερολύματος ενώ η ιατρογενής μπορεί να προκληθεί από την λανθασμένη χορήγηση νευροτοξίνης στη συστηματική κυκλοφορία ανθρώπου, αντί του προκαθορισμένου θεραπευτικού στόχου.

Πότε ξεκινούν τα συμπτώματα

Στην περίπτωση της τροφιμογενής αλλαντίασης, τα συμπτώματα μπορεί να ξεκινήσουν είτε πολύ νωρίς, δηλαδή μέσα σε έξι ώρες από την κατανάλωση του μολυσμένου τροφίμου, είτε αργά έως και δέκα μέρες μετά την κατανάλωσή του. Ο μέσος χρόνος επώασής της νόσου κυμαίνεται από 18 έως και 36 ώρες. Στην εισπνευστική αλλαντίαση ο χρόνος επώασης είναι μεγαλύτερος και κυμαίνεται από 12 έως 80 ώρες μετά την έκθεση, ενώ στη βρεφική είναι άγνωστος.

Δεν έχει καταγραφεί μετάδοση της νόσου από άνθρωπο σε άνθρωπο.