Είναι πρωί, έχετε πιει μόνο έναν καφέ και ήδη «γκουγκλάρετε» “καλοκαιρινές δραστηριότητες για 8χρονα”, ενώ το παιδί σας είναι ξαπλωμένο στο πάτωμα και γκρινιάζει: «Βαριέμαι! Δεν έχω τίποτα να κάνωωωω!». Ελπίζετε σε μια μαγική λύση, αλλά κατά βάθος ξέρετε ότι το οποιοδήποτε ενδιαφέρον του παιδιού θα χαθεί μέχρι το μεσημέρι… Ναι, η καλοκαιρινή βαρεμάρα είναι υπαρκτή και εκνευριστική. Αλλά οι «σωτήρες» της δεν βρίσκονται σε μια οθόνη, είναι ήδη μέσα στο ίδιο το παιδί σας!
Ας αναθεωρήσουμε λοιπόν το πώς βλέπουμε το καλοκαίρι, τη βαρεμάρα και τη μάθηση. Αντί να αναρωτιόμαστε «πώς μπορώ να κρατήσω το παιδί μου απασχολημένο;», ας αναρωτηθούμε: «τι προσπαθεί να μου πει όταν λέει ότι βαριέται;»
Καλοκαιρινή βαρεμάρα- Γιατί συμβαίνει;
Οι καλοκαιρινές διακοπές μπορεί να φαίνονται βαρετές σε πολλά παιδιά επειδή τους στερούν τη ρουτίνα στην οποία έχουν συνηθίσει. Κατά τη διάρκεια του σχολικού έτους, οι μέρες είναι γεμάτες προκλήσεις, εργασίες και σαφείς στόχους. Tο καλοκαίρι, αυτό το πλαίσιο εξαφανίζεται και προκύπτουν ατελείωτες ώρες φαινομενικά χωρίς σκοπό.
Το ενδιαφέρον είναι ότι… πολλά παιδιά βρίσκουν βαρετό και το σχολείο — για τον ίδιο ακριβώς λόγο. Όταν τα παιδιά δεν έχουν πραγματική επιλογή σχετικά με το τι μαθαίνουν ή πώς περνούν τον χρόνο τους, όταν δεν μπορούν να ακολουθήσουν αυτά που τους ενδιαφέρουν αληθινά, η έλλειψη αυτονομίας τα κάνει να νιώθουν αποκομμένα και βαριεστημένα, είτε βρίσκονται στην τάξη είτε στο σαλόνι.
Υπάρχει επίσης και το «παράδοξο της επιλογής». Όταν τα παιδιά έχουν «τα πάντα» στη διάθεσή τους — παιχνίδια, βιβλία κ.λπ. — η αφθονία αυτή μπορεί να τα δυσκολέψει ακόμα περισσότερο να καταλήξουν σε κάτι που τα τραβάει πραγματικά. Είναι σαν εμάς τους ενήλικες που στεκόμαστε μπροστά σε μια γεμάτη ντουλάπα και λέμε «δεν έχω τίποτα να φορέσω».
Φυσικά, υπάρχει και η πίεση για ένα “φανταστικό καλοκαίρι”. Όταν τα παιδιά ακούν για κατασκηνώσεις, διακοπές και τέλειες δραστηριότητες που βλέπουν στο διαδίκτυο, ο χρόνος στο σπίτι μπορεί να τους φαίνεται βαρετός. Χωρίς να το θέλουμε, τους έχουμε μάθει ότι το καλοκαίρι πρέπει να είναι συνέχεια συναρπαστικό. Έτσι, οι καθημερινές, απλές στιγμές μοιάζουν απογοητευτικές.
Στην ουσία, η βαρεμάρα προκύπτει όταν υπάρχει αναντιστοιχία ανάμεσα σε αυτά που μπορεί να διαχειριστεί ο εγκέφαλος και σε αυτά που του ζητάμε. Όταν μια δραστηριότητα είναι πολύ εύκολη, τα παιδιά αποσυντονίζονται επειδή ο εγκέφαλός τους δεν ενεργοποιείται. Αλλά κι όταν κάτι είναι υπερβολικά δύσκολο, πάλι βαριούνται. Ο εγκέφαλος υπερφορτώνεται και αδυνατεί να συγκεντρωθεί.
Βαριούνται πιο εύκολα τα παιδιά με ΔΕΠΥ;
Αυτή η αναντιστοιχία γίνεται ακόμα πιο περίπλοκη για τα νευροδιαφορετικά παιδιά, ειδικά για όσα έχουν ΔΕΠΥ (Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας). Έρευνες δείχνουν ότι τα παιδιά με ΔΕΠΥ βιώνουν τη βαρεμάρα διαφορετικά, λόγω του τρόπου που ο εγκέφαλός τους επεξεργάζεται την ντοπαμίνη – τον νευροδιαβιβαστή που σχετίζεται με την ανταμοιβή και τα συναισθήματα χαράς και ενθουσιασμού.
Για τα παιδιά με ΔΕΠΥ, τα χαμηλότερα επίπεδα ντοπαμίνης επηρεάζουν το πώς βιώνουν το χρόνο. Τα λεπτά περνούν πιο αργά, κάτι που τα κάνει να βαριούνται πολύ πιο γρήγορα όταν δεν υπάρχει δράση. Όταν αυτά τα παιδιά αναζητούν νέες εμπειρίες ή ρισκάρουν, δεν το κάνουν για να προκαλέσουν, λένε οι ειδικοί. Το κάνουν για να βοηθήσουν τον εαυτό τους να νιώσει καλύτερα — για να ανεβάσουν τις χημικές ουσίες στον εγκέφαλό τους και να επαναφέρουν το χρόνο στο «φυσιολογικό».
Πρακτικές λύσεις
Όταν το παιδί λέει πως βαριέται, κάτι μέσα μας πανικοβάλλεται. Σκεφτόμαστε όλες τις δραστηριότητες που μπορούμε να προτείνουμε, αναρωτιόμαστε αν τα κάνουμε όλα λάθος, νιώθουμε την πίεση να γίνουμε για άλλη μια φορά ο «διευθυντής ψυχαγωγίας». Αυτό το άγχος είναι απολύτως φυσιολογικό, αλλά θυμηθείτε: η βαρεμάρα του παιδιού σας δεν είναι δικό σας πρόβλημα να λύσετε.
Αυτό που μπορεί να βοηθήσει τόσο εσάς όσο και το παιδί είναι να εντάξετε έναν προβλέψιμο καθημερινό χρόνο για σύνδεση. Για παράδειγμα, 15 λεπτά προσοχής μετά το πρωινό ή μια μικρή κουβέντα πριν τον ύπνο, με πλήρη παρουσία.
Όταν τα παιδιά γνωρίζουν ότι αυτός ο σταθερός χρόνος θα έρθει, είναι πιο πρόθυμα να διαχειριστούν τη βαρεμάρα μόνα τους. Δεν χρησιμοποιούν το «βαριέμαι» για να διεκδικήσουν την προσοχή σας — γιατί ξέρουν ήδη ότι αυτή η προσοχή θα τους δοθεί.
Όταν ένα παιδί λέει «βαριέμαι», αυτό είναι στην πραγματικότητα η εσωτερική του πυξίδα που του δείχνει τι έχει ανάγκη. Ίσως χρειάζεται περισσότερη πρόκληση. Ίσως χρειάζεται ξεκούραση. Ίσως είναι έτοιμο να ασχοληθεί σε βάθος με κάτι που το ενδιαφέρει πραγματικά.
Αντί να απαντήσουμε με άμεσες λύσεις, μπορούμε να απαντήσουμε με περιέργεια. Έτσι διδάσκουμε στο παιδί μας ότι η βαρεμάρα δεν είναι κάτι τρομακτικό ή ανεπιθύμητο, αλλά ένα σήμα — ένας οδηγός για το πού να κατευθυνθεί.
Οπότε, την επόμενη φορά που θα βρεθείτε με έναν καφέ στο χέρι, ψάχνοντας πυρετωδώς καλοκαιρινές ιδέες ενώ το παιδί σας δηλώνει ότι βαριέται, κάντε μια παύση και ακολουθήστε τη φυσική του περιέργεια προς δραστηριότητες που το εμπλέκουν πραγματικά.