Σίγουρα όταν γνωριστήκατε, ερωτευτήκατε και αποφασίσατε να μοιραστείτε τη ζωή σας μαζί του δεν σκεφτήκατε να του ζητήσατε να κάνει ιατρικές εξετάσεις ούτε τον ρωτήσατε τι ομάδα αίματος έχει. Τώρα όμως που είστε ένα βήμα πριν την ολοκλήρωση της προσωπικής σας ευτυχίας με τη δημιουργία οικογένειας, συνειδητοποιείτε πως μερικές φορές είναι περισσότερα τα πράγματα που έχουν σημασία. Όταν εσείς και ο σύντροφός σας έχετε την ίδια ομάδα αίματος ή διαφορετικές, αλλά με θετικό ρέζους, τότε δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Τι γίνεται όμως όταν ο ένας έχει ρέζους θετικό κι ο άλλος αρνητικό;
Πότε υπάρχει θέμα με το ρέζους των μελλοντικών γονιών;
Όταν η μητέρα έχει ρέζους αρνητικό και ο πατέρας θετικό. Όταν συμβαίνει αυτό, στην καλύτερη των περιπτώσεων το έμβρυο θα έχει κι αυτό αρνητικό ρέζους, όπως η μαμά του. Αν όμως κληρονομήσει του μπαμπά του και έχει θετικό, τότε ο οργανισμός της μητέρας μπορεί να του «επιτεθεί» σε μια προσπάθεια να «αμυνθεί» απέναντι στο αίμα του που δεν είναι συμβατό με το δικό της.
Τι ακριβώς σημαίνει θετικό κι αρνητικό ρέζους;
Όταν το ρέζους στο αίμα μας είναι θετικό, αυτό σημαίνει ότι τα ερυθρά αιμοσφαίρια διαθέτουν ένα κοινό αντιγόνο που έχει επικρατήσει να λέγεται Rhesus (Rh). Όταν είναι αρνητικό, υπάρχει απουσία αυτού του αντιγόνου. Υπολογίζεται ότι περίπου το 85% των ατόμων της λευκής φυλής έχουν ρέζους θετικό και μόνο το 15% αρνητικό.
Ποιες είναι οι συνέπειες στην εγκυμοσύνη;
Αν η έγκυος έχει Rh- και το έμβρυο Rh+ είναι δυνατόν κατά τον τοκετό ερυθρά αιμοσφαίρια του εμβρύου να περάσουν στην κυκλοφορία της μητέρας. Εκείνη τότε θα παράγει αντισώματα κατά των Rh+ ερυθροκυττάρων του νεογνού. Αυτά τα αντισώματα σε μια δεύτερη κύηση της μητέρας με Rh+ έμβρυο θα περάσουν στην κυκλοφορία του εμβρύου και θα καταστρέψουν τα ερυθρά του αιμοσφαίρια. Το έμβρυο όταν γεννηθεί θα πάσχει από τη λεγόμενη «αιμολυτική νόσο των νεογνών» με αναιμία (εξαιτίας της καταστροφής ερυθροκυττάρων από τα αντισώματα της μητέρας), ίκτερο, καρδιακή κάμψη, ηπατοσπληνομεγαλία κ.ά. Όταν όμως πρόκειται για την πρώτη εγκυμοσύνη της γυναίκας, δεν υπάρχει πρόβλημα, αφού ο οργανισμός της δεν θα δημιουργήσει αντισώματα ενάντια στον παράγοντα ρέζους μέχρι το αίμα της να έρθει σε επαφή με αυτό του μωρού, όπως στη διάρκεια του τοκετού αλλά και στην περίπτωση αποβολής ή άμβλωσης. Τα αντισώματα αυτά δεν προκαλούν προβλήματα στην ίδια, αλλά θα στραφούν ενάντια στο επόμενο έμβρυο που θα κυοφορήσει -εφόσον κι αυτό έχει Rh+. Ο λόγος είναι ότι αυτή τη φορά τα υπάρχοντα στο αίμα της μητέρας αντισώματα ακολουθώντας αντίθετη πορεία θα περάσουν μέσω του πλακούντα στην κυκλοφορία του αίματος του εμβρύου και μπορεί να προκαλέσουν από ελαφρό ίκτερο, μέχρι λιγότερο ή περισσότερο σοβαρές βλάβες.
Είναι συχνό φαινόμενο η ασυμβατότητα ρέζους;
Περίπου το 7% των γυναικών έχει ρέζους αρνητικό. Από αυτές όμως όσες αποκτήσουν παιδί με άντρα που έχει επίσης αρνητικό ρέζους δεν θα έχουν κανένα πρόβλημα. Η ασυμβατότητα ρέζους αφορά περίπου δύο στις χίλιες γεννήσεις. Ωστόσο, στις μέρες δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας, αφού είναι κάτι που διαπιστώνεται ήδη από τις πρώτες προγεννητικές εξετάσεις. Όταν διαπιστώνεται ότι το ρέζους της μητέρας είναι αρνητικό, τότε εξετάζεται και το αίμα του πατέρα. Αν κι εκείνος έχει Rh-, τότε το ίδιο θα έχει και το μωρό, οπότε δεν υπάρχει πρόβλημα, αφού το σώμα της μητέρας δεν θα το θεωρήσει «ξένο». Αν όμως έχει Rh+, τότε ενδέχεται να το κληρονομήσει το μωρό και κατά συνέπεια θα υπάρχει ασυμβατότητα με τη μητέρα.
Πώς αντιμετωπίζεται το πρόβλημα;
Το πρώτο βήμα για να εξασφαλιστεί ότι δεν θα υπάρξουν προβλήματα είναι να υποβληθεί η έγκυος στις κατάλληλες εξετάσεις για να διαπιστωθεί η ύπαρξη ή η απουσία του παράγοντα ρέζους. Εάν εκείνη είναι Rh-, τότε κατά την 28η εβδομάδα της κύησης ο γιατρός θα της χορηγήσει ανοσοσφαιρίνη Rh σε ενέσιμη μορφή, ώστε να αποφευχθεί η ανάπτυξη αντισωμάτων. Στη συνέχεια, μέσα σε 72 ώρες από τον τοκετό και εάν διαπιστωθεί ότι το μωρό είναι Rh+ θα της χορηγηθεί άλλη μία δόση της ίδιας ουσίας. Η ίδια θεραπεία δίνεται και σε περίπτωση αιμορραγίας, έστω και ελάχιστης, κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Διαφορετικά, δεν απαιτείται θεραπεία. Με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζεται ότι και σε επόμενη εγκυμοσύνη δεν θα υπάρξει πρόβλημα, αφού ο οργανισμός της μητέρας δεν θα διαθέτει αντισώματα για τον παράγοντα ρέζους.
Κι αν δεν υπάρξει η απαραίτητη πρόληψη;
Στην περίπτωση που μια γυναίκα με Rh- δεν έχει πάρει την κατάλληλη αγωγή στην πρώτη εγκυμοσύνη ή διαπιστωθεί ότι παρ’ όλα τα προληπτικά μέτρα έχει αναπτύξει αντισώματα και είναι έγκυος για δεύτερη φορά, τότε ο γιατρός της θα προχωρήσει σε αμνιοπαρακέντηση για να διαπιστωθεί αν το έμβρυο είναι Rh- ή Rh+. Στην πρώτη περίπτωση, δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας και η εγκυμοσύνη συνεχίζεται κανονικά. Στη δεύτερη όμως χρειάζεται συνεχής παρακολούθηση του επιπέδου των αντισωμάτων. Αν παραμείνουν χαμηλά, τότε το πιο πιθανό είναι να μην αντιμετωπίσει το μωρό την αιμολυτική νόσο των νεογνών. Εάν όμως είναι υψηλά, ο γιατρός θα πρέπει να είναι σε ετοιμότητα ώστε να πραγματοποιήσει μετάγγιση αίματος αμέσως μετά τη γέννα ή ακόμα και κατά τη διάρκεια της κύησης εάν αυτό κριθεί απαραίτητο. Σε σοβαρές περιπτώσεις ίσως χρειαστεί να γίνει «αφαιμαξομετάγγιση», δηλαδή πλήρης ανταλλαγή του αίματος του νεογνού με νέο συμβατό. Επιπλέον, ενδέχεται να αποφασιστεί να προκληθεί πρόωρος τοκετός.
Πότε υπάρχει λόγος ανησυχίας για την πρώτη εγκυμοσύνη;
Κάποιες φορές το αίμα του εμβρύου μπορεί να έρθει σε επαφή με αυτό της μητέρας πριν ακόμα τον τοκετό. Αυτό συμβαίνει, π.χ., στην περίπτωση που υπάρξει αποκόλληση ή χρειαστεί να γίνει παρακέντηση. Τότε, θα πρέπει πάλι να χορηγηθεί στη μητέρα ένεση ανοσοσφαιρίνης Rh για να μην αναπτυχθούν αντισώματα που θα «επιτεθούν» στο έμβρυο.
Με τη συνεργασία του Dr. Στέφανου Χανδακά (MD MBA PHD. Μαιευτήρας-γυναικολόγος, λέκτορας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου).