Μια νέα μελέτη από Αυστραλούς ερευνητές αποκαλύπτει ότι οι μέλλουσες μητέρες, οι οποίες κοιμούνται ανάσκελα έχουν αυξημένες πιθανότητες να αποβάλλουν. Πρόκειται για μια νέα μελέτη βάσει της οποίας οι ερευνητές παρατήρησαν περισσότερες από 295 κυήσεις, για πάνω από 5 χρόνια, σε 9 νοσοκομεία της Αυστραλίας.  Τα ευρήματα έδειξαν ότι οι γυναίκες που κοιμόντουσαν με την πλάτη να ακουμπάει στο κρεβάτι είχαν 6 φορές περισσότερες πιθανότητες να φέρουν ένα θνησιγενές βρέφος. Θνησιγενή βρέφη είναι τα βρέφη που πεθαίνουν στη μήτρα μετά από τις 24 εβδομάδες κύησης. Όπως αναφέρει η επικεφαλής ερευνήτρια, Dr Adrienne Gordon από το νοσοκομείο Royal Prince Alfred του Σύδνεϋ, ο ύπνος είτε ανάσκελα, είτε από τη δεξιά πλευρά, μειώνει την παροχή αίματος μέσω μιας μεγάλης αρτηρίας από τα πόδια στην καρδιά, κάτι που επηρεάζει και την παροχή της μήτρας. Φυσικά, αυτό δεν είναι κάτι που πρέπει να ανησυχεί τις μητέρες αν περιστασιακά γυρίζουν ανάσκελα, αλλά αν συντρέχει και κάποιος άλλος λόγος, θα πρέπει να συνυπολογίζεται και αυτό. Άλλωστε, έχει δειχθεί από άλλες μελέτες, ότι τα τρία τέταρτα των εγκύων κοιμούνται από την αριστερή πλευρά τις περισσότερες φορές, ενώ το στατιστικό αυτό δεν ισχύει σε περιπτώσεις μη εγκύων, κάτι που δείχνει ότι οι οι έγκυοι ενστικτωδώς επιλέγουν αυτή τη στάση. Σε περίπου μισές από τις περιπτώσεις θνησιγενών βρεφών η αιτία δεν μπορεί να προσδιοριστεί. Το Ίδρυμα για τα Θνησιγενή Βρέφη, το οποίο μάλιστα χρηματοδότησε και αυτή την έρευνα, αναφέρει ότι έχει μεγάλη στατιστική σημασία η έρευνα, καθώς όλες οι γυναίκες που συμμετείχαν ήταν πάνω από 32 εβδομάδες έγκυοι. Σε αυτό το στάδιο της κύησης συμβαίνει το μεγαλύτερο μέρος της κατάστασης αυτής, ανέφερε η Emma McLeod. Δεδομένου του σχετικά μικρού αριθμού των γυναικών που παρακολουθήθηκαν σε αυτή τη μελέτη, δεν είναι δυνατόν να δώσουμε συστάσεις για τον τρόπο που πρέπει να κοιμούνται οι έγκυοι στα τελευταία στάδια της εγκυμοσύνης τους. Αυτό που γνωρίζουμε είναι ότι το 20% των 4.000 θνησιγενών βρεφών που λαμβάνουν χώρα στην Αγγλία κάθε χρόνο παραμένει ανεξήγητο, και σίγουρα χρειαζόμαστε περισσότερη έρευνα για να μπορέσουμε να βρούμε τις αιτίες.