«Ο Άγγελός μου πραγματικά είναι ένας «άγγελος». Δεν φέρνει ποτέ αντιρρήσεις, δεν τσακώνεται ποτέ στο σχολείο, δεν δυσανασχετεί με κανένα φαγητό, και η ορθογραφία του είναι πάντα τέλεια». Η Κατερίνα είναι η μαμά, που όλες οι υπόλοιπες ζηλεύουν. Δεν χρειάστηκε ποτέ να φωνάξει στον «άγγελό» της, να βάλει τη ζακέτα του ή να φάει τις φακές του. Από την άλλη, κάποιες φορές κρυφοκοιτάζει με ζήλια στα παιδικά πάρτι όλους τους μικρούς φίλους του Άγγελου με τα λερωμένα ρούχα και τα βρόμικα νύχια. «Μήπως είμαι αχάριστη;», σκέφτεται. «Είναι δυνατόν να έχω το τελειότερο παιδί του κόσμου, κι εγώ να ζηλεύω όλα αυτά τα ατελή παιδιά, που είναι ανυπάκουα, νευρικά, γκρινιάρικα; Κι όμως, μου φαίνονται πιο ευτυχισμένα!». Η Κατερίνα έχει ένα δίκιο να ανησυχεί, μιας που γενικά η έννοια του «καλού» παιδιού μπορεί να ερμηνευτεί με διάφορους τρόπους από τους ενηλίκους. «Καλό», είναι το παιδί που δεν ενοχλεί τους μεγάλους ή δεν διατρέχει κινδύνους και επομένως δεν προκαλεί άγχος στους γονείς. Είναι καλό, όμως, μπορεί να σημαίνει ότι είναι εσωστρεφές, δεν επιδιώκει τις συγκρούσεις,  οπότε και είναι παθητικό. Μήπως και λίγο αντικοινωνικό; Είμαι καλός = Μ’ αγαπούν οι μεγάλοι «Καλό» συνήθως ονομάζουμε το παιδί που δεν ενοχλεί τους γύρω του, ή το ήσυχο παιδί που κάνει ό,τι του λένε, χωρίς ποτέ να παραπονιέται. Από τη μια είναι το καλό παράδειγμα για τους μεγάλους, από την άλλη κάποιες φορές το ίδιο παιδί αδυνατεί να δημιουργήσει στενές σχέσεις με τους συνομηλίκους του. Όταν το παιδί αυτό φτάσει στην εφηβεία, μπορεί ξαφνικά να βρεθεί αντιμέτωπο με το γεγονός, ότι οι τρόποι με τους οποίους αντιμετώπιζε το στρες όταν ήταν παιδί, του δημιουργούν τώρα μεγαλύτερες δυσκολίες. Το ήσυχο, μάλλον απομονωμένο ή «καλό» παιδί, το οποίο οι γονείς θεωρούσαν ακριβώς το είδος του παιδιού που ήθελαν, ξαφνικά στην εφηβεία βρίσκεται αντιμέτωπο με το γεγονός ότι η συμπεριφορά η οποία στην παιδική του ηλικία κέρδιζε την παραδοχή, τώρα δεν το βοηθάει. Αντί αυτής της παραδοχής, τώρα αισθάνεται απομόνωση, αρχίζει να νομίζει ότι οι άλλοι δεν το θέλουν. Σταδιακά αρχίζει να αντιλαμβάνεται πως οι δικαιολογίες της παιδικής του ηλικίας δεν είναι πια ικανοποιητικές, γιατί οι επιπτώσεις τους είναι πολύ δραστικές και οδυνηρές, όπως η απομόνωση, η λύπη, η αίσθηση ότι κάτι δεν πάει καλά με αυτό ή η εντύπωσή του ότι είναι κοινωνικά αποτυχημένο. Σε αυτή την κρίσιμη ηλικία, ο έφηβος ζητά παραδοχή και αναγνώριση από τους συνομηλίκους του, αλλά για να την αποκτήσει θα πρέπει να ανταποκρίνεται και να συμπεριφέρεται με τρόπους παραδεκτούς πλέον από την ομάδα. Το επίπεδο και οι προσδοκίες της ομάδας των συνομηλίκων του μπορεί να διαφέρουν από των γονιών του, αλλά η παραδοχή ή η απόρριψη, τα συναισθήματα μίσους ή αγάπης για τον εαυτό του ξεπηδούν, πρωταρχικά, μέσα από τη δική του συνείδηση. Αυτό είναι που κάνει τον έφηβο να αισθάνεται επιτυχημένος ή αποτυχημένος, καλός ή κακός. Είμαι τέλειος = Έχω υψηλές προσδοκίες Η τελειομανία, σύμφωνα με τους παιδοψυχολόγους, έχει πάρει τις τελευταίες δεκαετίες τη μορφή επιδημίας. Οι ειδικοί θεωρούν ότι το γεγονός αυτό ίσως να έχει σχέση με τον τρόπο που μεγαλώνουν σήμερα τα παιδιά. Συχνά οι γονείς επιβεβαιώνουν την κοινωνική τους θέση από την απόδοση των παιδιών ή θέλουν τα παιδιά τους να πετύχουν όσα δεν πέτυχαν εκείνοι. Ως αποτέλεσμα, τα παιδιά ίσως κάποιες φορές αισθάνονται, ότι οι γονείς τα αγαπούν «υπό όρους». Αυτή η αγάπη δεν είναι απαραίτητο να εκδηλώνεται άμεσα. Μπορεί απλά να μεταδίδεται μέσα από το πώς είναι δομημένο το περιβάλλον της οικογένειας. Αν, δηλαδή, ο γονιός ενθουσιάζεται μόνο όταν το παιδί κατορθώνει κάτι ή δουλεύει σκληρά για κάτι, και απογοητεύεται ή το επιπλήττει όταν δεν πετυχαίνει, τότε η συμπεριφορά αυτή εκλαμβάνεται ως κριτική για τα λάθη του. Έτσι τα παιδιά μαθαίνουν από πολύ νωρίς πως οφείλουν να έχουν υψηλά προσωπικά standars και ότι δεν υπάρχει νόημα στο να έρθεις δεύτερος. Αυτή, όμως, η τελειομανία είναι υπονομευτική και με άλλους τρόπους. Αν ανησυχούμε ακατάπαυστα για λάθη που μπορεί να κάνουμε, αυτό μπορεί να υπονομεύει την απόδοσή μας. Η υπερ-ενασχόληση με τα λάθη σχεδόν πάντα οδηγεί στην αποτυχία. Αλλά το μεγαλύτερο πρόβλημα με την τελειομανία είναι ότι κρύβει το πραγματικό μυστικό της επιτυχίας στη ζωή. Η επιτυχία δεν εξαρτάται από το να κάνουμε τα πάντα σωστά, αλλά από το πώς χειριζόμαστε τα λάθη και τις αποτυχίες μας. Εκεί είναι που η δημιουργικότητα, το πάθος και η επιμονή μπαίνουν στο παιχνίδι. Δεν μπορούμε να κάνουμε τους άλλους δυνατούς πιέζοντάς τους να είναι τέλειοι. Θα πρέπει να τους επιτρέψουμε να ανακαλύψουν τι είναι αυτό που τους ενδιαφέρει και να αφήσουμε το πάθος τους να αναπτυχθεί. Πώς θα βοηθήσουμε το παιδί μας να «διαχωρίσει» το καλό από το κακό Για να μην παρεξηγηθούμε: Το να είσαι καλός, γενικά είναι καλό. Κανείς δεν θέλει να συναναστρέφεται ένα στριμμένο, εγωπαθές και εριστικό παιδί που θα εξελιχθεί σε έναν εξίσου στριμμένο ενήλικο με υπερτροφικό Εγώ. Ωστόσο, αυτό διαφέρει πολύ από το να νιώθουμε συνεχώς την ανάγκη να είμαστε αρεστοί σε όλους, και αυτό είναι κάτι που πρέπει να κάνουμε σαφές στο παιδί μας. Εκπαιδεύστε το να συγχωρεί τον εαυτό του για τα λάθη και τις αποτυχίες του. Μάθετέ του να έχει ρεαλιστικές προσδοκίες για την επίτευξη των στόχων του. Διδάξετέ του ότι η ανθρώπινη φύση χαρακτηρίζεται και από λάθη, αποτυχίες και ατέλειες. Όλα αυτά είναι αποδεκτά γιατί είμαστε άνθρωποι. Διακρίνετε τι αληθινά κρύβεται πίσω από την υπερβολική καλοσύνη του. Ο φόβος ότι οι άλλοι θα το απορρίψουν αν δεν πάει με τα νερά τους, ή η ανάγκη του να παριστάνει το θύμα; Μάθετέ του πως, αν βάζει τις ανάγκες και τις επιθυμίες των άλλων πάνω από τις δικές του, δεν θα κερδίσει ποτέ το σεβασμό που του αξίζει. Αφήστε το να εκφραστεί ελεύθερα. Θυμίστε του ότι δεν είναι υποχρεωμένο να είναι πάντα καλό. Αν δεν θέλει να κάνει κάτι, ας το αρνηθεί ευγενικά. Με τη συνεργασία της Νέλλης Θεοδοσίου (παιδοψυχολόγος).