Υπέρ του να ανοίξουν και τα Γυμνάσια-Λύκεια μαζί με τα δημοτικά και τα νηπιαγωγεία τάσσεται ο καθηγητής Γενετικής του πανεπιστημίου της Γενεύης, Μανώλης Δερμιτζάκης.

Όπως είπε μιλώντας στον ρ/σ Θέμα τα σχολεία είναι από τις πιο ασφαλείς δραστηριότητες. Επισημαίνει ότι ειδικά για τα γυμνάσια και λύκεια από τη στιγμή που δεν είναι ανοιχτές οι καφετέριες η διασπορά δεν θα είναι τόσο σοβαρή για τις μεγαλύτερες τάξεις. Με τη βασική προϋπόθεση όμως να φορούν μάσκες και να τηρούνται τα μέτρα

Αναφερόμενος στην αντίδραση της εκκλησιαστικής ηγεσίας και στην πρόθεσή της ανοίξει τους ναούς για τα Θεοφάνεια είπε ότι «είναι απαράδεκτο, δεν υπάρχει συζήτηση γι αυτό, η Εκκλησία οφείλει να σέβεται τους νόμους». Τόνισε ότι «είναι άλλο το να απευθυνθεί στο ΣτΕ και άλλο να ανοίξει με το έτσι θέλω, είναι λάθος»
και πρόσθεσε, πώς «ανεξάρτητα που στέκεται κάποιος όσον αφορά τη θρησκεία και την πίστη, θα πρέπει ο κάθε πολίτης είτε ανήκει θεσμικά ή όχι στην Εκκλησια να σέβεται τους νόμους της χώρας».

Όσο για τα εμβόλια ο κ. Δερμιτζάκης επέμεινε ότι είναι ασφαλή, ενώ επέρριψε στις κυβερνήσεις και όχι στην Κομισιόν την ευθύνη για τα προβλήματα στην οργάνωση του εμβολιασμού.

Το πρόβλημα έγκειται, όπως είπε, στην αυστηρή προκόλληση των κυβερνήσεων στην προτεραιοποίηση, με αποτέλεσμα ακόμα και μεγάλες χώρες να μην προχωρούν γρήγορα τη διαδικασία, όπως η Γαλλία, που έχει κάνει μόλις 500 εμβολιασμούς.

Αντιτάχθηκε επίσης στην τακτική κάποιων χωρών, οι οποίες επιλέγουν να καθυστερήσουν τη δεύτερη δόση στους εμβολιασμένους, ώστε να εμβολιάσουν αρχικά όσο γίνεται περισσότερους. «Είναι λάθος να καθυστερεί η δεύτερη δόση» σημείωσε, προειδοποιώντας για τη μείωση της αποτελεσματικότητας του εμβολίου. Παράλληλα, εξήγησε ότι είναι σημαντικό να γίνει πολύ προσεκτικά η μεταφορά των εμβολίων με τα απαραίτητα πρωτόκολλα. Κάλεσε μάλιστα, τις εταιρίες να επεμβαίνουν όπου βλέπουν αστοχίες, ώστε να προφυλαχθεί η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα του εμβολίου.

Για το φαινόμενο να ανοίγει και να κλείνει η αγορά σημείωσε ότι είναι μεν σημείο της εποχής, αλλά η συχνή αλλαγή μέτρων προκαλεί κούραση και συχνά έλλειψη εμπιστοσύνης των πολιτών προς το κράτος.