Ενώ πολλοί θεωρούν την ανθεκτικότητα ως τη διαδικασία του να γίνεται κανείς πιο σκληρός, πιο επίμονος ή να επηρεάζεται λιγότερο από τις αρνητικές εμπειρίες, η ανθεκτικότητα θα μπορούσε πιο απλά να συνοψίζεται σε 2 λέξεις: «είμαι καλά». Πρόκειται για την πίστη ότι μπορούμε να ξεπεράσουμε τις δύσκολες στιγμές της ζωής μας, ό,τι κι αν συμβεί. Ότι παρόλο που θα πέσουμε, θα ξανασηκωθούμε. Πώς το μαθαίνουν αυτό τα παιδιά μας;
H ανθεκτικότητα μπορεί να διδαχθεί, να καλλιεργηθεί και να αναπτυχθεί. Αναπόφευκτα τα παιδιά θα αντιμετωπίσουν προκλήσεις, δυσκολίες και αβεβαιότητες στη ζωή. Ως γονείς, ο στόχος μας δεν είναι να εξαλείψουμε αυτές τις προκλήσεις, αλλά να τα εξοπλίσουμε με δεξιότητες για να τις αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά. Η πραγματικότητα είναι ότι δεν θα είμαστε πάντα εκεί για να τα προστατεύσουμε από κάθε αποτυχία, πόνο ή δύσκολη εμπειρία όσο κι αν το επιθυμούμε, αλλά μπορούμε να τα μάθουμε πώς να σκέφτονται και να ενεργούν έτσι ώστε να προστατεύουν τον εαυτό τους.
Διαβάστε επίσης: Η μαγική φράση που ηρεμεί κάθε θυμωμένο παιδί
Τα ανθεκτικά παιδιά ξεχωρίζουν σε 4 βασικούς τομείς
Κατά τους επιστήμονες, αυτοί είναι:
- Κοινωνική ικανότητα (ικανότητα να αλληλεπιδρούν αποτελεσματικά με άλλους).
- Επίλυση προβλημάτων (ικανότητα να σκέφτονται και να ενεργούν ανάλογα με το γεγονός).
- Αυτοεκτίμηση (εμπιστοσύνη στην ικανότητά τους να αντιμετωπίζουν τις προκλήσεις).
- Αίσθηση σκοπού, ελπίδας και νοήματος (αισιοδοξία για το μέλλον).

3 παράγοντες που επηρεάζουν την ανθεκτικότητα
Η ικανότητα ενός παιδιού να είναι ανθεκτικό διαμορφώνεται από έναν συνδυασμό παραμέτρων: των ατομικών του χαρακτηριστικών, των χαρακτηριστικών του οικογενειακού του περιβάλλοντος και των χαρακτηριστικών του ευρύτερου περιβάλλοντος και της κοινωνίας.
Παράγοντες λοιπόν όπως το ταμπεραμέντο, οι γνώσεις, οι μαθησιακές ικανότητες, ο τρόπος έκφρασης των συναισθημάτων, η αυτοεκτίμηση, οι τρόποι σκέψης, οι προσαρμοστικές δεξιότητες και οι κοινωνικές δεξιότητες μπορούν να επηρεάσουν την ανθεκτικότητα.
Η ανθεκτικότητα των παιδιών διαμορφώνεται επίσης από τις σχέσεις τους με σημαντικούς ενήλικες στη ζωή τους, την επικοινωνία στην οικογένεια, τη σταθερότητα της οικογένειας, τις γονεϊκές πρακτικές, τις σχέσεις με τα αδέλφια, την ευημερία των γονέων και την υποστήριξη έξω από την οικογένεια.
Τα φυσικά και κοινωνικά περιβάλλοντα στα οποία ζουν τα παιδιά μπορούν, τέλος, να επηρεάσουν την ανθεκτικότητά τους, συμπεριλαμβανομένων παραμέτρων όπως το αίσθημα του «ανήκειν» και της ασφάλειας, οι κοινωνικές συνθήκες, η πρόσβαση σε πόρους και η συμμετοχή στο σπίτι, το σχολείο και την κοινότητα.
Μια ισχυρή σχέση με τον γονέα, οι ανεπτυγμένες δεξιότητες συναισθηματικής ρύθμισης, οι κατάλληλες προσδοκίες ανάλογα με την ηλικία του παιδιού στο σπίτι και οι ευκαιρίες για ουσιαστική συμμετοχή στο σχολείο και την κοινότητα, προστατεύουν την ανθεκτικότητα. Αντίθετα, η χαμηλή αυτοεκτίμηση, η ανασφάλεια στο σπίτι, η έλλειψη καλών σχέσεων με συνομήλικους ή η έκθεση σε διακρίσεις ή επικίνδυνες συνθήκες, μπορούν να εμποδίσουν την ανθεκτικότητα.
Γονιός υποστηρικτής ή γονιός διασώστης;
«Πρέπει το παιδί μου να περάσει δύσκολες καταστάσεις για να μάθει πώς να είναι ανθεκτικό;». Ιδανικά, τα παιδιά μπορούν να μάθουν πολλά για την ανθεκτικότητα παρακολουθώντας πρότυπα, αλλά οι πραγματικές προκλήσεις είναι αυτές που προσφέρουν ευκαιρίες για να εξασκήσουν την επιμονή και τη συναισθηματική ρύθμιση.
Αποτρέποντας κάθε εμπόδιο, αφήνουμε τα παιδιά απροετοίμαστα για τις προκλήσεις που θα αναγκαστούν να διαχειριστούν στο μέλλον. Φανταστείτε αν η πρώτη τους δοκιμασία ανθεκτικότητας συμβεί όταν είναι μεγαλύτερα, μακριά από το σπίτι, κάτω από πολλαπλούς νέους στρεσογόνους παράγοντες και όταν οι συνέπειες είναι μεγαλύτερες.
Είναι σημαντικό βέβαια να υπογραμμιστεί η διαφορά μεταξύ κινδύνου και επικινδυνότητας. Αν μια κατάσταση περιλαμβάνει έναν πραγματικό κίνδυνο που απαιτεί την παρέμβαση ενηλίκων, είναι δουλειά μας να τα προστατεύσουμε. Ωστόσο, σε ένα ασφαλές και υποστηρικτικό περιβάλλον, μπορούμε να τους επιτρέψουμε να αναλάβουν διαχειρίσιμους κινδύνους που βοηθούν τα παιδιά να αναπτυχθούν και να μάθουν. Για παράδειγμα, αν η επίλυση μιας διαφωνίας με έναν φίλο τους φαίνεται άβολη, πιθανότατα δεν είναι επικίνδυνη. Ενθαρρύνοντάς τα να διαχειριστούν τις συγκρούσεις μόνα τους, τα βοηθάμε να αναπτύξουν επικοινωνιακές δεξιότητες, να εκφράσουν τα συναισθήματά τους και να λύσουν προβλήματα.
Καθώς παρακολουθούμε τα παιδιά μας να μεγαλώνουν, μπορεί να είναι δελεαστικό να παρέμβουμε για να τα σώσουμε ή να τα προστατεύσουμε από την αποτυχία. Χρειάζεται θάρρος εκ μέρους μας να αφήσουμε χώρο για τις δυσκολίες τους. Πιστεύοντας στην ικανότητά τους και επιτρέποντάς τους να αντιμετωπίσουν διαχειρίσιμες δυσκολίες σε καθημερινές καταστάσεις, δεν υποστηρίζουμε τα παιδιά μόνο στο παρόν, αλλά τα ενδυναμώνουμε και για το μέλλον.