Τι είναι;

Ο κυτταρομεγαλοϊός (CMV) είναι ιός της οικογένειας του έρπητα με σχετικά εύκολο τρόπο διάδοσης, αλλά μικρή νοσηρότητα ή εκδήλωση συμπτωμάτων. Αν και η πλειοψηφία των ανθρώπων έχουν «περάσει» τον ιό μέχρι την ηλικία των 40 ετών (αυτό φαίνεται σε εξέταση αίματος), ορισμένοι δεν έχουν εκτεθεί και γι’ αυτό κινδυνεύουν να τον «κολλήσουν», ενώ αποτελεί την πιο συχνή λοίμωξη στην εγκυμοσύνη. Η πρώτη φόρα που ένα άτομο μολύνεται από τον ιό ονομάζεται πρωτοπαθής, ενώ οι ακόλουθες χαρακτηρίζονται ως δευτεροπαθείς λοιμώξεις.

Πώς μεταδίδεται;

Ο CMV μεταδίδεται με την επαφή μέσω των σωματικών υγρών, όπως οι ρινοφαρρυγγικές εκκρίσεις (μύξες), το σάλιο, τα ούρα, το σπέρμα, τα κολπικά υγρά, το αίμα και το μητρικό γάλα. Οι πιο συχνοί χώροι μετάδοσης είναι οι παιδικοί σταθμοί και τα νηπιαγωγεία, όπου τα περισσότερα παιδιά φαίνεται να έρχονται σε επαφή με τον ιό έως τα 2-3 χρόνια τους, κι έτσι τον μεταδίδουν άμεσα στους γονείς τους.

Ποια είναι τα συμπτώματα;

Ο CMV σπάνια έχει συμπτώματα. Αν, ωστόσο, εκδηλώσει κάποια συμπτώματα, μοιάζουν με αυτά της λοιμώδους μονοπυρήνωσης ή της τοξοπλάσμωσης, όπως είναι ο υψηλός πυρετός, η φαρυγγίτιδα, η λεμφαδενοπάθεια και η πολυαρθρίτιδα.

Τι πρέπει να προσέχετε στην εγκυμοσύνη για να μην κολλήσετε;

Η καλή υγιεινή του σώματος και το συχνό πλύσιμο των χεριών κρίνονται απαραίτητα, ιδιαίτερα αν περιβάλλεστε από μικρά παιδιά και διανύετε το 1ο τρίμηνο της εγκυμοσύνης, οπότε η επαφή για πρώτη φορά με τον ιό κρίνεται άκρως επικίνδυνη για την υγεία του εμβρύου (αυξημένη πιθανότητα αποβολής, αναιμία του εμβρύου, διανοητική υστέρηση, κώφωση ή και τύφλωση).

Πώς ανιχνεύεται;

Στην έγκυο, γίνονται εργαστηριακές εξετάσεις στο πλαίσιο του προγεννητικού ελέγχου κατά το πρώτο μισό της κύησης, ενώ στην περίπτωση εμφάνισης συμπτωμάτων προτείνεται συνήθως η επανάληψή τους. Πιο συγκεκριμένα ανιχνεύονται αντισώματα κατά του ιού (IgG, IgM). Στην περίπτωση πιθανής πρόσφατης λοίμωξης, γίνεται IgG avidity για επιβεβαίωση του χρόνου λοίμωξης. Στο έμβρυο, οι επιπτώσεις του ιού ανιχνεύονται υπερηχογραφικά, ενώ η διενέργεια αμνιοπαρακέντησης μετά την 21η εβδομάδα εγκυμοσύνης για ανίχνευση DNA του μέσω PCR καταδεικνύει εάν υπάρχει λοίμωξη του εμβρύου.

Επιπτώσεις της συγγενούς CMV λοίμωξης στο έμβρυο

– Στην πρωτοπαθή λοίμωξη της εγκύου, η μετάδοση στο έμβρυο είναι αντιστρόφως ανάλογη της ηλικίας κύησης (περίπου 40% στο πρώτο τρίμηνο και αυξάνεται αργότερα).

– Στη δευτεροπαθή λοίμωξη, η μετάδοση στο έμβρυο είναι περίπου 1%.

– Από τα προσβεβλημένα νεογνά, νοσούν περίπου το 10-15%, αλλά μόνο το 2-10% νοσεί σοβαρά.

– Στο 1ο τρίμηνο, η λοίμωξη μπορεί να προκαλέσει σοβαρές συνέπειες, όπως μικρό βάρος γέννησης, μικροκεφαλία, κώφωση, βλάβες κεντρικού νευρικού συστήματος, αμφιβληστροπάθεια, θρομβοκυτταροπενεία, βλάβες γαστρεντερικού κλπ.

-Στο 2ο τρίμηνο, οι κλινικές εκδηλώσεις είναι πιο ήπιες, ενώ στο 3ο σχεδόν απούσες.

Αντιμετώπιση – Θεραπεία

Στην περίπτωση πρωτοπαθούς λοίμωξης 1ου τριμήνου, γίνεται ενημέρωση των γονέων και, εφόσον αποφασιστεί συνέχιση της κύησης, γίνεται τακτική  υπερηχογραφική παρακολούθηση του εμβρύου και χορήγηση θεραπείας υπό τη μορφή αντιιικών φαρμάκων και υπερανόσου σφαιρίνης. Με τη συνεργασία του Γεώργιου Κανελλόπουλου, μαιευτήρας – χειρουργός – γυναικολόγος.