Έχετε αναρωτηθεί ποτέ γιατί τα μωρά των ανθρώπων γεννιούνται, υπό κανονικές συνθήκες, περίπου στις 40 εβδομάδες της κύησης; Οι επιστήμονες εκτιμούν ότι αυτό συμβαίνει επειδή εάν το έμβρυο έμενε περισσότερο μέσα στη μήτρα το κεφάλι θα μεγάλωνε κι άλλο κι έτσι δεν θα μπορούσε να περάσει μέσα από το γενετικό κανάλι. Όμως μια νέα έρευνα προτείνει μια διαφορετική προσέγγιση: τα παιδιά γεννιούνται λίγο πριν η μητέρα εισέλθει σε μια μεταβολική «επικίνδυνη ζώνη». Η επικεφαλής της έρευνας, ανθρωπολόγος Holly Dunsworth, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Ρόουντ Άιλαντ, αμφισβητεί την άποψη ότι δεν θα χωράει το μωρό να περάσει το μωρό μέσα από το σώμα της μητέρας και υποστηρίζει ότι δεδομένου του μεγέθους του σώματος του ανθρώπου και άλλων θηλαστικών, η εγκυμοσύνη στο είδος μας διαρκεί περισσότερο και τα νεογνά μας είναι μεγαλύτερα από ό,τι συμβαίνει στα άλλα είδη. Για το λόγο αυτό, θεωρεί ότι η διάρκεια της κύησης δεν έχει να κάνει με το μέγεθος αλλά με μεταβολικές διεργασίες. Υποστηρίζει, λοιπόν, πως μετά το τέλος των 40 εβδομάδων ο οργανισμός της μητέρας έχει φτάσει στο μέγιστο δυνατό επίπεδο σε ό,τι αφορά την καύση θερμίδων και δεν μπορεί να προσφέρει περισσότερη ενέργεια. Σημειώστε ότι το διάστημα των εννέα μηνών δεν είναι αρκετό για να αναπτυχθεί σημαντικά το έμβρυο –τουλάχιστον εάν το συγκρίνουμε με άλλα θηλαστικά. Για παράδειγμα, το μωρό του χιμπατζή μπουσουλάει περίπου ένα μήνα μετά τη γέννησή του, κάτι που στους ανθρώπους γίνεται μετά τον 7ο μήνα. Έχει υπολογιστεί ότι για να γεννηθεί ένα μωρό ανθρώπου που μπορεί να μπουσουλήσει ένα μήνα μετά τον τοκετό, θα έπρεπε η εγκυμοσύνη να διαρκεί περίπου 16 μήνες.